Η 19η Μαΐου είναι η Ημέρα Μνήμης στην Γενοκτονία του Πόντου. Είναι μια από τις πιο σκληρές και δύσκολες ημέρες του ελληνισμού. Σαν σήμερα, το 1919, ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα του Πόντου και ξεκίνησε η δεύτερη και πιο αιματοβατωμένη φάση της γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού. Μια γενοκτονίας που ξεκίνησε το 1913 και ολοκληρώθηκε το 1923.
Σύμφωνα με υπολογισμούς εξολοθρεύθηκαν με σφαγές και με απάνθρωπες εξοντωτικές πεζοπορίες 353.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά, Έλληνες του Πόντου.
Ο όρος γενοκτονία (genocide) εδραιώθηκε την παγκόσμια ορολογία το 1943 και χαρακτηρίζει τα βίαια εγκλήματα που διαπράττονται εις βάρος ενός συνόλου, με στόχο τον φυσικό αφανισμό του.
Αυτό ακριβώς επεδίωξε και η Τουρκία έναντι των Ποντίων, των Αρμενίων και άλλων εθνοτήτων με μακραίωνη παρουσία στα εδάφη που από τα μέσα του 15ου αιώνα αποτελούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και μετέπειτα το τουρκικό κράτος.
Η Γενοκτονία των Ποντίων αποτελεί ένα αποτρόπαιο έγκλημα εις βάρος όχι μόνο των άμεσων θυμάτων της αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Πως ξεκίνησε η Γενοκτονία των Ποντίων – Το ιστορικό
Η λήξη των βαλκανικών πολέμων, το 1913, είχε άσχημα αποτελέσματα για την πάλαι ποτέ πανίσχυρη Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς έχασε τα ευρωπαικα της εδάφη, αλλά και τις αραβικές επαρχίες. Η αυτοκρατορία «έβραζε». Οι Νεότουρκοι, εκμεταλεύτηκαν το χάος και ανέβηκαν στην εξουσία και προσπαθούσαν να βρουν άλλοθι για να πετύχουν τους σκοπούς για να δημιουργήσουν μια «καθαρή Τουρκία», έτσι ξεκίνησε ο αφανισμός των μειονωτικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας (τους χριστιανούς ελληνικής καταγωγής του Πόντου, της Ιωνίας και της Καππαδοκίας, Αρμένιους και Ασσυροχαλδαίους).
Εισηγητής αυτής της πρότασης, για την τη βίαιη απομάκρυνση των Ποντίων και γενικά των Ελλήνων, ήταν ο στρατιωτικός σύμβουλος της αυτοκρατορίας, Γερμανός αντιστράτηγος Liman Von Sanders.
Το τηλεγράφημα
Με ένα απελπισμένο τηλεγράφημα τον Ιούλιο του 1920 η Επιτροπεία Ποντίων ενημέρωνε με σπαρακτικό τρόπο τον Ελευθέριο Βενιζέλο για τα γεγονότα που αποτέλεσαν την αρχή του τέλους του Ποντιακού Ελληνισμού.
«Πανταχόθεν του Πόντου αγγέλονται σφαγαί.. εις Κερασούντα.. εις Τραπεζούντα και αλλού. Εάν κατάστασις συνεχιστεί, Ελληνισμός Πόντου εξαφανισθήσεται, πριν η διπλωματία προλάβει ασχοληθεί περί αυτού», έγραφε το τηλεγράφημα.
Η ιστορία
Η άλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1461 σήμαινε για τον Ελληνισμό του Πόντου την απώλεια της ανεξαρτησίας του, αλλά όχι και την εθνική του συνείδηση.
Οι Πόντιοι αποτελούσαν το πιο αποκομμένο κομμάτι του Ελληνισμού, που ζούσαν σε μια περιοχή φτωχή, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κεντρική διοίκηση. Επιπλέον αποτελούσαν μειοψηφία μέσα σε ένα πλήθος αλλόθρησκων και αλλόγλωσσων λαών, όπως οι Κούρδοι και οι Αρμένιοι.
Οι Πόντιοι κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη γλώσσα και τη θρησκεία τους, να αποκτήσουν κυρίαρχη οικονομική θέση στα αστικά κέντρα της περιοχής τους, να επιδείξουν έναν αξιόλογο δημογραφικό δυναμισμό που τους επέτρεψε να επεκταθούν και στις περιοχές του Καυκάσου και της Κριμαίας, και τέλος να αναπτύξουν μια σημαντική εκπαιδευτική δραστηριότητα.
Οι πληθυσμός
Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων είναι δύσκολο να υπολογιστεί, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν. Ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης αναφέρει:
“Οι Έλληνες σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πριν την έναρξη των διωγμών, σε ήταν περίπου 2 με 2.2 εκατομμύρια. Στο χώρο του Πόντου ήταν περίπου 450.000. Στην επίσημη απογραφή του 1928 καταμετρήθηκαν, ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, επισήμως, 1.2 εκατομμύρια. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των Ελλήνων που χάθηκαν στην περίοδο 1914-22, αυτών που αγνοείται η τύχη τους, είναι της τάξης των 700.000- 800.000, σε όλη την έκταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας”.
Οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ού αιώνα άγγιζαν πλέον τις 700.000.
Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1.400, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Ό,τι δεν είχαν καταφέρει οι σουλτάνοι σε 5 αιώνες, το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τις 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000. Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα.
Το 1860 υπήρχαν στην περιοχή του Πόντου 100 ελληνικά σχολεία, ενώ μετά την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας το 1919 τα σχολεία υπολογίζονταν σε 1401 με 86.000 μαθητές, με πιο φημισμένο το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Βέβαια εκτός από τα σχολεία οι Πόντιοι διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες, και θέατρα, με τα οποία έκαναν αισθητό τόσο το υψηλό πνευματικό τους επίπεδο, όσο και το εθνικό τους φρόνημα.
Ανεξίτηλα τα ίχνη των προγόνων μας και στον σημερινό Πόντο. Τα μαρτυρούν οι εκκλησιές και τα μοναστήρια, τα σχολεία και τα ελληνικά σπίτια, τα ελληνικά ονόματα που σε συντροφεύουν σε κάθε σου βήμα στις πόλεις και στα χωριά, στους κάμπους και στα βουνά.
Γενοκτονία των Ποντίων – Οι πορείες θανάτου
Το 1916 ξεκίνησαν οι πορείες «θανάτου» στο εσωτερικό της Ανατολίας από τον οθωμανικό δυτικό Πόντο την Σαμψούντα, την Μπάφρα, με συνέπεια την απώλεια χιλιάδων χριστιανών – αντρών, γυναικών και παιδιών – από τις κακουχίες, το κρύο και την πείνα.
Η τουρκική ήττα κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο στην περιοχή, στο Σαρικαμίς, στη βόρεια περιοχή της Μικράς Ασίας το 1915, αποδόθηκε στους Έλληνες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό, με συνέπεια αυτού, όλοι οι στρατολογημένοι Πόντιοι εξαναγκάστηκαν σε στρατολόγηση στα τάγματα εργασίας .
Γενοκτονία των Ποντίων – Τάγματα Εργασίας -αμελέ ταμπουρού
Την χρονιά εκείνη δημιουργήθηκαν τα τάγματα εργασίας, τα αμελέ ταμπουρού, αποτέλεσαν από κοινού μαζί με άλλες επιβαρύνσεις τα σκληρά μέτρα που λήφθηκαν από την τουρκική ηγεσία για να εξαλειφθούν οι μειονότητες εντός του κράτους.
Δεν απέβλεπαν στην άμεση εξόντωση των επιταγμένων αλλά στη σταδιακή ψυχολογική και σωματική τους εξασθένιση που θα οδηγούσε στο θάνατο από την πείνα, τις κακουχίες και τις αρρώστιες.
Τα τάγματα εργασίας εφαρμόστηκαν σε δύο περιόδους: αρχικά στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο λειτούργησαν ως βοηθητικά σώματα διεκπεραίωσης εργασιών και στη συνέχεια, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ως σώματα ανακατασκευής των ζημιών που είχε προξενήσει ο ελληνικός στρατός κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατεία.
Πρακτικές που ο Χίτλερ, αργότερα, θαύμασε και υιοθέτησε στη δική του «Τελική Λύση».
Το αντάρτκικο του Πόντου
Το ποντιακό αντάρτικο χωρίζεται σε δύο περιόδους: Η πρώτη ξεκινά το 1914-1915 και λήγει με την ανακωχή του 1918, ενώ η δεύτερη ξεκινά το 1919 με την εμφάνιση του Μουσταφά Κεμάλ και διαρκεί μέχρι το 1923. Με διαταγή του Εμβέρ πασά, τον Απρίλιο του 1916, καλούνταν οι δημογέροντες των ποντιακών χωριών να παραδίδουν τους φυγόστρατους. Αυτό, όμως, δεν μπορούσε να γίνει, γιατί οι φυγόστρατοι ήταν στα βουνά. Τότε οι χωροφύλακες έκαιγαν τα χωριά των φυγάδων και προέβαιναν σε βιαιοπραγίες σε βάρος των κατοίκων.
Γενοκτονία των Ποντίων – Η άφιξη στην Ελλάδα
Το πρώτο καράβι με πρόσφυγες ξεκίνησε από τη Σαμψούντα τον Νοέμβριο του 1922 για την Ελλάδα μέσω Κωνσταντινούπολης. Το προσφυγικό ρεύμα θα συνεχιστεί και σε όλη τη διάρκεια του 1923. Το 1924 οι χριστιανικοί πληθυσμοί του Πόντου περιελήφθηκαν στη ελληνοτουρκική σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Οσοι άνδρες επέζησαν από εκείνους που είχαν συλληφθεί τα προηγούμενα χρόνια και υπηρετούσαν στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού), πέρασαν στην Ελλάδα είτε μέσω Σαμψούντας, είτε μέσω Συρίας. Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για το ποσοστό των Ποντίων στο 1.220.000 πρόσφυγες που δέχθηκε η Ελλάδα στη δεκαετία του 1920. Τα ποντιακά σωματεία υπολογίζουν ότι περίπου 400.000 Πόντιοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, κυρίως στους νομούς Δράμας, Κιλκίς, Καβάλας, Ξάνθης, Κοζάνης, Πρέβεζας και στα αστικά κέντρα Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη, εντασσόμενοι στην ελληνική επικράτεια.
Η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων
Κατόπιν εισήγησης του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994 και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο».
Η Κύπρος ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε τη Γενοκτονία μετά την Ελλάδα, με απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων στις 19 Μαΐου 1994 και έκτοτε τιμά τη μνήμη των θυμάτων.