Αν κάποιος ήθελε να περιγράψει την κατάσταση με τα κυκλώματα ναρκωτικών στις ελληνικές γειτονιές, θα μπορούσε να πει ότι λειτουργούν σαν… επίδοξοι μέντορες επαγγελματικής αποκατάστασης. Μόνο που αντί για βιογραφικά, μοιράζουν γραμμάρια. Και αντί για συμβουλές σταδιοδρομίας, ρίχνουν ξύλο.
Η υπόθεση στα Γλυκά Νερά είναι άλλη μία υπενθύμιση ότι τα κυκλώματα δεν χρειάζεται να ψάχνουν πολύ για “προσωπικό” — οι ευάλωτοι ανήλικοι είναι πάντα πιο εύκολοι στόχοι από οποιονδήποτε ενήλικο που ξέρει ότι, αν μπλέξει, έχει να χάσει κάτι.
Όταν η στρατολόγηση θυμίζει τηλεμάρκετινγκ
Το μοτίβο είναι γνώριμο και θλιβερά προβλέψιμο:
-
Πρώτα μια φιλική προσέγγιση τύπου “φιλαράκι πάρε κάτι να κάνεις τη δουλειά σου”.
-
Μετά οι απειλές, γιατί “εδώ δεν είναι παιδική χαρά”.
-
Και τέλος η βία, το διαχρονικό εργαλείο για όσους δεν έχουν ούτε επιχειρήματα ούτε ηθικούς φραγμούς.
Αν δεν υπήρχε η σοβαρότητα της υπόθεσης, θα μιλούσαμε για “εγχειρίδιο εγκληματικής καριέρας”. Αλλά εδώ μιλάμε για παιδιά — όχι για ενήλικες που ξέρουν σε τι μπαίνουν.
Η ελληνική πραγματικότητα: συμμορίες στη γειτονιά, παιδιά στο στόχαστρο
Όλοι δηλώνουν “σοκαρισμένοι” κάθε φορά. Οι γονείς, τα σχολεία, οι δήμοι, η κοινωνία.
Σοκαρισμένοι… ξανά και ξανά… για κάτι που συμβαίνει χρόνια.
Οι συμμορίες δεν εμφανίστηκαν ξαφνικά. Δεν τους έφερε ο άνεμος.
Ήταν ήδη εκεί — απλά κανείς δεν κοίταζε αρκετά κοντά.
Η βία ως “μέθοδος πίεσης”
Στην υπόθεση του 16χρονου, η καταγγελία περιγράφει:
-
ξυλοδαρμούς,
-
απειλές,
-
οικονομικό εκβιασμό,
-
και μετακινήσεις που θυμίζουν περισσότερο σκηνικό ταινίας παρά καθημερινότητα ενός εφήβου.
Αλλά στην Ελλάδα έχουμε την τάση να σοβαρευόμαστε μόνο μετά το ξύλο. Πριν από αυτό, πάντα “δεν υπάρχουν ενδείξεις”.
Η κοινωνία που κυνηγάει το πρόβλημα… αφού πρώτα το αφήσει να μεγαλώσει
Οι ειδικοί φωνάζουν για πρόληψη.
Τα σχολεία ζητούν βοήθεια.
Οι γονείς βλέπουν ότι “κάτι δεν πάει καλά”.
Και στο τέλος, αυτό που πραγματικά μένει είναι μια κοινωνία που τρέχει πίσω από τα γεγονότα, προσπαθώντας να μαζέψει τα κομμάτια αφού το κακό έχει ήδη γίνει.
Γιατί η αλήθεια είναι απλή:
Όταν αφήνεις ένα παιδί μόνο απέναντι σε κυκλώματα, μην απορείς αν βρεθεί στο στόχαστρο.
Το καμπανάκι που χτυπάει — κι εμείς κάνουμε πως δεν το ακούμε
Δεν υπάρχει τίποτα πιο τραγικό από το να βλέπεις ανήλικους να γίνονται πεδίο δράσης για εγκληματικά δίκτυα.
Και τίποτα πιο υποκριτικό από το να ανακαλύπτουμε “ξαφνικά” ότι αυτά συμβαίνουν.
Η υπόθεση αυτή δεν είναι εξαίρεση. Είναι σύμπτωμα.
Και όσο κάνουμε πως εκπλησσόμαστε, οι συμμορίες συνεχίζουν το έργο τους.
Γιατί, δυστυχώς, εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν τα παιδιά όχι ως παιδιά, αλλά ως “επένδυση”.
Κι αυτό — αν δεν μας εξοργίζει — τότε κάτι πάει πολύ στραβά σε όλους μας.
