Στα 69 του χρόνια άφησε την τελευταία του πνοή ο Αβραάμ ή Μάκης Λεσπέρογλου, ο οποίος υπήρξε «συνήθης ύποπτος» για τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές. Τον θάνατό του ανακοίνωσε ο δικηγόρος Γιάννης Ραχιώτης, γράφοντας χαρακτηριστικά σε ανάρτησή του:
«Ο Αβρααμ ( Μάκης) Λεσπέρογρου έφυγε από κοντά μας σήμερα 3/7/24 στις 2μμ μετά από έμφραγμα που έπαθε νωρίς το πρωί στο Γύθειο που έκανε διακοπές. Τον σκότωσε το διαλυμένο σύστημα υγείας. Στο Νοσοκομείο Γυθείου δεν μπορούσαν να του προσφέρουν τίποτα. Τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο της Σπάρτης. Στην καρδιολογική κλινική του νοσοκομείου Σπάρτης υπηρετεί μόνο ένας καρδιολόγος και οι ανάγκες καλύπτονται όπως-όπως με ιδιώτες. Δεν μπορούσαν να του κάνουν στεφανιογραφία που θα του έσωζε πιθανότατα τη ζωή. Μετά από ώρες αναζητήσεων άλλου Νοσοκομείου αποφάσισαν να τον στείλουν στην Τρίπολη χωρίς να τον σταθεροποιήσουν πρώτα. Τον έστειλαν με κοινό ασθενoφόρο, δεν είχαν ειδική κινητή μονάδα. Πέθανε στο δρόμο για την Τρίπολη».
Ποιος ήταν ο Μάκης Λεσπέρογλου
Γεννήθηκε το 1955 και ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δράση στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της Χούντας. Πέρασε στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, όπου ανέπτυξε σχέση με Παλαιστίνιους αγωνιστές, η οποία με τα χρόνια πήρε την πολιτική μορφή υποστήριξης και αλληλεγγύης στον αγώνα τους.
Επέστρεψε στην Αθήνα το 1979. Έπειτα από μια απόπειρα διάρρηξης ενός εργαστηρίου οδοντοτεχνικής στα Εξάρχεια, τον Οκτώβριο του 1982, τραυματίζεται ο αστυνομικός Ψαρουδάκης. Συλλαμβάνονται δύο άτομα του φιλικού περιβάλλοντος του Αβραάμ Λεσπέρογλου. Ένας Παλαιστίνιος και ένας Έλληνας, ενώ ο Λεσπέρογλου εμφανίζεται ως καταζητούμενος από τις Aρχές. Φοβούμενος -όπως ισχυρίστηκε αργότερα ο ίδιος – να μην εμπλέξει κι άλλους Παλαιστίνιους στην υπόθεση, καταφεύγει στη φυγοδικία.
Το 1985 μπαίνει στη λίστα με τους «συνήθεις υπόπτους» και εμφανίζεται ύποπτος για κάθε έκνομη ενέργεια που λαμβάνει χώρα εκείνη την εποχή: την εκτέλεση του εισαγγελέα Θεοφανόπουλου, μια αιματηρή ληστεία σε Σούπερ Μάρκετ αλλά και για τη συμπλοκή στου Γκύζη, που κατέληξε στον θάνατο τριών αστυνομικών και του αντιεξουσιαστή Χρήστου Τσουτσουβή, για την οποία κατηγορήθηκε στις 22 Μαΐου εκείνου του έτους.
Την 1η Νοεμβρίου εκείνου του έτους ασκείται δίωξη στον Αβραάμ Λεσπέρογλου και για τις τρεις υποθέσεις. Τότε αποφασίζει να φύγει στο εξωτερικό.
Θα έρθει στην Αθήνα 14 χρόνια αργότερα, όταν η κατάσταση της υγείας της μητέρας του, που ζούσε στην Αθήνα, επιδεινώθηκε. Χρησιμοποιεί πλαστό διαβατήριο και συλλαμβάνεται στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Καταδικάζεται σε 3,5 χρόνια με αναστολή για παράνομη είσοδο στη χώρα αλλά και από το στρατοδικείο του Ρουφ για ανυποταξία και τελικά οδηγείται στις φυλακές Κορυδαλλού.
Τον Οκτώβρη του 2001 ο Λεσπέρογλου καταδικάζεται και από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών για την απόπειρα δολοφονίας του αστυνομικού στα Εξάρχεια το 1982, χωρίς να του αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό. Στο Εφετείο, θα κριθεί αθώος.
Τον Νοέμβριο του 2001 αφέθηκε ελεύθερος ύστερα από περίπου δύο χρόνια κράτησης.