Παιδίατρος έκανε δωρεά €60.000 στη νοσηλεύτρια σύζυγό του για να αγοράσουν εξ αδιαιρέτου μονοκατοικία – Δείτε τι ακολούθησε μετά
Μόνο την αχαριστία δεν συγχωρεί ο Θεός, λένε οι θρησκευόμενοι Ελληνες, κάτι όμως που συμμερίζονται τόσο ο Αστικός Κώδικας όσο και ο Αρειος Πάγος. Ετσι, η αχαριστία που επέδειξε η νησιώτισσα σύζυγος σε όσα της είχε προσφέρει ο σύζυγός της είχε ως αποτέλεσμα να υποχρεωθεί από τους αρεοπαγίτες να του επιστρέψει το 50% της νέας κατοικίας που είχε γραφεί και στο όνομά της, καθώς τα χρήματα του μεριδίου της για την αγορά του ακινήτου τα είχε δώσει ο σύζυγος με δωρεά.
Δεν φτάνουν μόνο αυτά, αλλά όταν ήρθε η ώρα της αγωγής για τη διάλυση του γάμου τους, απαίτησε το ποσό των 100.000 ευρώ για να του δώσει το χαρτί του διαζυγίου, αντιγράφοντας με τον τρόπο αυτό τα μεγάλα ονόματα του Χόλιγουντ, όπου κάθε διαζύγιο συνοδεύεται και από ένα συμβόλαιο πολλών εκατομμυρίων.
Κατ’ αρχάς, ο Αστικός Κώδικας (Α.Κ.) στο άρθρο 505 αναφέρει ότι «ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ του παράπτωμα αχάριστος απέναντι στον δωρητή, στον σύζυγο ή σε στενό συγγενή του» και συνεχίζει ότι ως αχαριστία, η οποία δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, θεωρείται «η βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, που επικρατούν στην κοινωνία και οφείλεται σε υπαιτιότητά του».
Η δωρεα
Παιδίατρος σε νησί του Βορείου Αιγαίου, στην προσπάθεια να σώσει τον γάμο του που δεν πήγαινε καλά και να βρει τρόπο ισορροπίας και αποκατάστασης των σχέσεών του με την πρώην νοσηλεύτρια σύζυγό του, αποφάσισε να εγκαταλείψει το σπίτι των 92 τ.μ. όπου έμενε με την οικογένειά του.
Στο πλαίσιο αυτό, αγόρασε εκτός πόλεως, σε συγκρότημα κατοικιών, μια αυτοτελή και ανεξάρτητη διώροφη μονοκατοικία, 234 τ.μ., αξίας 120.429 ευρώ. Το τίμημα της αξίας του ακινήτου καταβλήθηκε όλο από τον παιδίατρο. Ωστόσο, προκειμένου το σπίτι να γραφεί κατά το ήμισυ (εξ αδιαιρέτου) και στους δύο, ο παιδίατρος έκανε δωρεά στη σύζυγό του το ποσό των 60.246 ευρώ. Η νέα κατοικία μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου στο όνομα και των δύο και καταχωρήθηκε στο Κτηματολόγιο.
Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο δεν άλλαξε προς το καλύτερο η σχέση του ζεύγους, αντίθετα τα πράγματα χειροτέρεψαν.
Η σύζυγος συνέχισε «να επιδεικνύει προβληματική και απαξιωτική συμπεριφορά» στο πρόσωπο του παιδιάτρου, «η οποία οδηγούσε σταθερά στην αποξένωσή τους ως συζύγων και στην έλλειψη αισθήματος ευγνωμοσύνης προς τον δωρητή», όπως αναφέρουν οι αρεοπαγίτες.
Μάλιστα, προφασιζόμενη ότι η διώροφη νέα οικία «βρίσκεται σε απομακρυσμένο προάστιο της νησιωτικής πόλης αρνήθηκε να συγκατοικήσουν σε αυτή με τον σύζυγο, παρότι ο τελευταίος είχε καταβάλει αποκλειστικά όλες τις απαιτούμενες δαπάνες για την αποπεράτωση της οικοδομής και τη διαμόρφωσή της προκειμένου να κατοικηθεί».
Παράλληλα, παρότι ο σύζυγος «διέθετε όλα τα απαιτούμενα ποσά για τη διαβίωση της οικογένειάς του και την εκπαίδευση των δύο τέκνων τους», όπως αναφέρουν οι δικαστές, «η σύζυγος τον αποκαλούσε συχνότατα σε τρίτους “τσιγκούνη” και μάλιστα ανέφερε ότι, αν τα παιδιά τους επιθυμούσαν να σπουδάσουν, η ίδια θα έφευγε (από την οικογενειακή εστία), γιατί τίποτα πλέον δεν την κρατούσε και ο “τσιγκούνης” θα την πλήρωνε για μια ζωή».
Ευρισκόμενος σε αδιέξοδο, ο σύζυγος το 2010 κατέθεσε αγωγή διαζυγίου, η οποία έγινε δεκτή και το 2014 λύθηκε αμετάκλητα ο γάμος τους με δικαστική απόφαση.
Οι αρεοπαγίτες δεν παραλείπουν να αναφέρουν ότι, ενώ ήταν σε εξέλιξη η διαδικασία του διαζυγίου, τον Οκτώβριο του 2010 η πρώην νοσηλεύτρια, κάποια στιγμή που ο παιδίατρος πήγε να επισκεφθεί ένα άρρωστο παιδί, του αφαίρεσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, στο οποίο είχε μέσα την ιατρική τσάντα και τα εργαλεία του, «προκειμένου να τον αναγκάσει να της επιδείξει το έγγραφο τραπεζικού λογαριασμού στο οποίο την κατέστησε δικαιούχο ποσού 100.000 ευρώ, το οποίο απαιτούσε από αυτόν για να λήξει ομαλά το θέμα του διαζυγίου».
Την ίδια στιγμή, μάρτυρας κατέθεσε ότι η σύζυγος αποκαλούσε τον παιδίατρο «αλήτη», «ελεεινό», «ανήθικο», «πρόστυχο», «γαϊδούρι», ενώ σε τηλεφώνημα που είχε μαζί της του είπε: «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσες φιλενάδες είχε, ακόμη και σε κοριτσάκια την έπεφτε, σε μια περίπτωση μάλιστα πήγε να δώσει χρήματα στους γονείς ενός κοριτσιού για να μη μιλήσουν».
Η αχαριστία δεν σταμάτησε εκεί, καθώς η πρώην νοσηλεύτρια έκανε ένα ακόμη βήμα. Αν και γνώριζε πολύ καλά ότι για την αγορά της νέας κατοικίας δεν είχε συμβάλει οικονομικά στο ελάχιστο, άσκησε το 2011 αγωγή διανομής του διώροφου ακινήτου, «επιδιώκοντας τον πλειστηριασμό αυτού ώστε να λάβει το 1/2 του εκπλειστηριάσματος», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην αρεοπαγιτική απόφαση.
Ακόμη, επικαλέστηκε ότι ο παιδίατρος είχε «συνάψει εξωσυζυγική σχέση», αλλά οι αρεοπαγίτες έκλεισαν αμέσως το κεφάλαιο αυτό, υπογραμμίζοντας ότι είναι «νομικά αδιάφορο». Πολύ δε περισσότερο από τη στιγμή που «κρίθηκε αμετάκλητα με απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου ότι η σύζυγος είχε παραβεί τις από το άρθρο 1386 Α.Κ. υποχρεώσεις της για την έγγαμη συμβίωση».
Κατόπιν αυτού, λοιπόν, ο παιδίατρος «δεν είχε υποχρέωση συζυγικής πίστης», και «το τρίτο πρόσωπο δεν είχε ουδεμία σχέση με τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης».
Αφού πλέον ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι, ο παιδίατρος κατέθεσε αγωγή ανάκλησης της δωρεάς των 60.246 ευρώ που είχε κάνει στην πρώην σύζυγό του, λόγω αχαριστίας, σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, ζητώντας να του αποδοθεί το 1/2 εξ αδιαιρέτου του διώροφου ακινήτου που είχε εκείνη στην κυριότητα και κατοχή της.
Το τοπικό Πολυμελές Πρωτοδικείο απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την αγωγή ανάκλησης της δωρεάς, ενώ το Τριμελές Εφετείο Βορείου Αιγαίου δικαίωσε τον παιδίατρο μετά από έφεσή του κατά της πρωτόδικης απόφασης.
Το Εφετείο αναγνώρισε ως νόμιμη την ανάκληση της δωρεάς των 60.246 ευρώ, ποσό με το οποίο η σύζυγος αγόρασε στο όνομά της το 1/2 εξ αδιαιρέτου του επίμαχου ακινήτου (κάθετη ιδιοκτησία), «λόγω αχαριστίας στο πρόσωπο του δωρητή», και τη διέταξε να αποδώσει το εν λόγω ακίνητο στον πρώην σύζυγό της.
Σύμφωνα με τους εφέτες, αποδείχθηκε ότι οι εξακολουθητικές ενέργειες της πρώην συζύγου «αποτελούν, κατά την κοινή αντίληψη, βαριά αντικοινωνική και σε κάθε περίπτωση αντισυζυγική συμπεριφορά, που αποδεικνύει έλλειψη συναισθήματος ευγνωμοσύνης προς τον δωρητή γιατί (οι ενέργειές της) αντιβαίνουν στις κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις περί ηθικής και ευπρέπειας, καθώς και της κοινωνικά και ηθικά αποδεκτής συμπεριφοράς μεταξύ συζύγων και στοιχειοθετούν την, κατά την έννοια του άρθρου 505 Α.Κ., αχαριστία που δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς».
Ως εκ τούτου, κατέληξαν οι εφέτες, πρέπει να αναγνωριστεί ότι είναι νόμιμη και βάσιμη η ανάκληση της δωρεάς. Η πρώην σύζυγος, όμως, δεν εγκατέλειψε τον δικαστικό αγώνα της και προσέφυγε στον Αρειο Πάγο ζητώντας να αναιρεθεί η σε βάρος της εφετειακή απόφαση.
Με τη σειρά τους οι αρεοπαγίτες επιβεβαίωσαν και επικύρωσαν το διά ταύτα της εφετειακής απόφασης. Το Α2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου όχι μόνο απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς της πρώην συζύγου, αλλά έδωσε αυστηρές αποστομωτικές απαντήσεις στα επιχειρήματα που προέβαλε, ενώ παράλληλα της επιδίκασε δικαστική δαπάνη 2.700 ευρώ υπέρ του πρώην συζύγου της.
Ο Αρειος Πάγος υπογραμμίζει ότι η εφετειακή απόφαση που δικαιώνει τον παιδίατρο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 512 του Α.Κ., ενώ δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 4, 5, 21 και 25 του Συντάγματος και του άρθρου 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η πρώην σύζυγος είναι «αβάσιμα και απορριπτέα».
Οι απαντήσεις των δικαστών
Ενώπιον των δικαστών, η πρώην σύζυγος υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η δωρεά των 60.246 ευρώ προς αυτήν δεν μπορεί να ανακληθεί γιατί «έγινε από λόγους ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος προς το πρόσωπό της» και ειδικότερα «από λόγους ευγνωμοσύνης προς το πρόσωπό της επειδή ως σύζυγός του παραιτήθηκε κατ’ απαίτησή του από την εργασία της ως νοσηλεύτρια», προκειμένου να αναλάβει «αποκλειστικά την ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των δύο τέκνων τους και τη φροντίδα της συζυγικής οικίας». Παράλληλα, «διαχειρίστηκε με συνέπεια τα εισοδήματα από την εργασία του ως παιδιάτρου, με συνέπεια η προσωπική περιουσία του να πολλαπλασιαστεί από την τέλεση του γάμου τους».
Οι δικαστές όμως δεν της χαρίστηκαν. Απέρριψαν τον ισχυρισμό της υπογραμμίζοντας ότι οι απασχολήσεις που επικαλείται η πρώην σύζυγος «αποτελούν κοινά αποδεκτή υποχρέωσή της στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσής της, πολύ δε περισσότερο αφού η ίδια δεν εργαζόταν και όλες τις απαιτούμενες δαπάνες για τη διαβίωση και συντήρηση της οικογένειας, καθώς και για την ανατροφή και εκπαίδευση των δύο τέκνων τους κατέβαλλε ο ίδιος ο σύζυγος». Ως εκ τούτου, «δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν τέτοιες ιδιαίτερες πραγματικές περιστάσεις, οι οποίες θα δημιουργούσαν στον σύζυγό της ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή λόγους ευγνωμοσύνης για τους οποίους προέβη στην επίμαχη δωρεά».
Δεν έκρυψαν εξάλλου οι δικαστές ότι πράγματι η πρώην σύζυγος «από την τέλεση του γάμου της ανέλαβε ολοκληρωτικά τη φροντίδα του συζυγικού οίκου και τη διαπαιδαγώγηση και ανατροφή των τέκνων της, παρέχοντας έτσι στον τότε σύζυγό της την ευχέρεια να ασκεί απρόσκοπτα την επαγγελματική του δραστηριότητα ως παιδιάτρου», αλλά εν όψει όλων αυτών, «προφανώς ήταν αδύνατη η ενασχόλησή του με τη φροντίδα του συζυγικού οίκου και την ανατροφή των τέκνων τους».ΠΗΓΗ