O ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ
(Η μνήμη του εορτάζεται στις 12 Δεκεμβρίου)
1. Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ
Ο Άγιος Σπυρίδων κατάγεται από το όμορφο νησί της Κύπρου. Γεννήθηκε γύρω στο 270 μ.Χ. στο χωριό Άσσια της επαρχίας Αμμοχώστου της Κύπρου.
Οι γονείς του ήταν απλοί και ευσεβείς άνθρωποι. Γεωργοί και κτηνοτρόφοι στο επάγγελμα, με πολύ αγάπη καλλιεργούσαν τα κτήματά τους και έβοσκαν στις πλούσιες τριγύρω πεδιάδες τα ζώα τους, κυρίως τα πολλά πρόβατά τους.
Ήταν πολύ αγαπητοί, τόσο στο χωριό τους όσο και στα γύρω χωριά, εξ αιτίας των πολλών αγαθοεργιών που έκαναν στους φτωχούς και άπορους συμπατριώτες τους. Δεν υπήρχε περίπτωση να μάθουν ότι κάποιος υπέφερε από φτώχια ή άλλη δυστυχία και να μη συντρέξουν και να τον βοηθήσουν. Η φιλοξενία τους ήταν παραδειγματική. Στο σπίτι τους έβρισκαν ξεκούραση, φροντίδα και παρηγοριά άνθρωποι φτωχοί και απελπισμένοι. Στο τραπέζι τους πάνω πάντα υπήρχε φαγητό για τον περαστικό, τον ανήμπορο και τον φτωχό.
Το ευλογημένο αυτό σπίτι διάλεξε ο Θεός για να χαρίσει σ’ όλο τον κόσμο, μια μεγάλη χαρά και ευλογία, τη γέννηση του μεγάλου και θαυματουργού αγίου της Εκκλησίας μας, του αγίου Σπυρίδωνα!
Την περίοδο εκείνη η Εκκλησία του Χριστού ζει δύσκολες στιγμές. Σ’ Ανατολή και Δύση μαίνεται ακόμα ο απάνθρωπος διωγμός εναντίον των Χριστιανών, που έχει κηρύξει ο ασεβής Διοκλητιανός. Οι συγκινητικές διηγήσεις των φριχτών βασανιστηρίων, που υποφέρουν οι αναρίθμητοι άγιοι Μάρτυρες και Ομολογητές για χάρη του Χριστού και του αγίου Ευαγγελίου, αποτελούν τις καθημερινές συζητήσεις των Χριστιανών στην Κύπρο.
Πολλοί άγιοι εκκλησιαστικοί ηγέτες που, με τη δύναμη της πίστης και της αγάπης τους στο Χριστό, παρηγορούσαν και ενίσχυαν τους ταλαιπωρημένους Χριστιανούς, είχαν θανατωθεί. Οι Χριστιανοί υπέφεραν πολύ από την έλλειψη των αγίων ποιμένων τους. Πολλές φορές ένιωθαν σαν πρόβατα χωρίς ποιμένα. Με θερμές προσευχές, ζητούσαν από τον Κύριο να τους σπλαχνιστεί και να τους στείλει άγιους ποιμένες. Ο Κύριος άκουσε τις δακρύβρεχτες προσευχές τους και τους στέλνει ένα μεγάλο ουράνιο πνευματικό αστέρι, τον Άγιο Σπυρίδωνα, για να τους φωτίσει καθοδηγώντας τους σωστά στον αληθινό δρόμο της σωτηρίας.
2. Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ
Από μικρό παιδί ο άγιος Σπυρίδων μοσχοβολούσε σαν ευωδιαστό τριαντάφυλλο από τις άγιες χριστιανικές αρετές. Η ευλογημένη μητέρα του από μωρό φροντίζει να το νανουρίζει γλυκά με ύμνους και προσευχές, παρακαλώντας το Θεό να ευλογήσει το μικρό της βασιλόπουλο και να το αξιώσει μια μέρα να ακολουθήσει τα ίχνη των αγίων μαρτύρων. Ήθελε και ο γιος της να γίνει κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος.
Έτσι, η ευσεβής μητέρα του από μικρό ακόμα το μαθαίνει να αγαπά μ’ όλη τη δύναμη της καρδιάς του τον Ιησού Χριστό και να μιλά μαζί Του με την προσευχή. Παίρνει συχνά το μικρό της αγγελούδι κάτω από το εικονοστάσι και εκεί, γονατιστοί και οι δυο, προσευχόντουσαν θερμά στο Βασιλιά τους Ιησού. Από τη μητέρα του μαθαίνει ο μικρός Σπυρίδων να ενώνει τα δυο του χεράκια μπροστά στο στήθος του και ν’ αφήνει την καρδιά του να ξεχειλίζει από αγάπη και λατρεία στον ουράνιο Πατέρα του.
Όταν προσευχόταν ήταν να τον θαυμάζεις. Βυθιζόταν ο νους του στα λόγια της παιδικής προσευχής του και το προσωπάκι του έλαμπε από χαρά και ευτυχία!
Άκουγε από την μητέρα του πως ο Θεός κατοικεί μόνο μέσα στις αγνές και άδολες καρδιές, γι’ αυτό και αγωνίζεται να είναι πάντα η καρδιά του καθαρή από κάθε άσχημο και κακό λογισμό.
Όσο μεγάλωνε ο μικρός Σπυρίδων, τόσο μεγάλωνε και η αγάπη του στον Ιησού Χριστό. Αν μπορούσες να μπεις μέσα στην αγνή καρδούλα του, έβλεπες μονάχα μια γλυκιά μορφή να βασιλεύει, αυτήν του πολυαγαπημένου του Κυρίου, και ένα όνομα να είναι γραμμένο με χρυσά γράμματα, του Ιησού Χριστού!
Πονόψυχος όπως ήταν, πληγωνόταν πολύ όταν έβλεπε να επικρατεί γύρω του τόση φτώχεια και ορφάνια. Γι’ αυτό, μιμούνταν το καλό παράδειγμα των γονιών του, οι οποίοι ήταν πολύ φιλάνθρωποι και ελεήμονες. Με μεγάλη χαρά μοίραζε απλόχερα στον κάθε ανήμπορο και πεινασμένο τα δώρα της αγάπης του! Το έβλεπαν αυτό οι γονείς του και καμάρωναν κρυφά για τον ευλογημένο γιο που τους έδωσε ο Θεός.
Ο καιρός περνούσε και ο μικρός Σπυρίδων είχε γίνει ένας όμορφος και χαριτωμένος νέος. Με τη χάρη του Θεού και τη μητρική φροντίδα και διδασκαλία είχε φτιάξει ένα χαρακτήρα σώφρονα, σεμνό, απλό, πράο, ταπεινό, πονόψυχο και φιλεύσπλαχνο. Τα δυο μεγάλα μάτια του ακτινοβολούσαν τη χάρη και την καθαρότητα της καρδιάς του.
Στο σχολείο ξεχώριζε από τους συνομηλίκους του για τη σύνεση και την εξυπνάδα του. Δεν έμεινε όμως πολύ καιρό στο σχολείο εκείνο, που δίδασκαν ειδωλολάτρες δάσκαλοι. Προτιμούσε καλύτερα να μάθει τα ιερά γράμματα, που δεν τα δίδασκε κανείς σ’ εκείνα τα σχολεία. Ενδιαφερόταν να μάθει τι θέλει ο Θεός από τον άνθρωπο και τι πρέπει να κάνει ο άνθρωπος για να σώσει την ψυχή του. Είχε κατανοήσει πολύ καλά αυτό που του έλεγε η μητέρα του, για την αξία της ψυχής που κρύβουμε μέσα μας.
Στην δουλειά ήταν φιλότιμος και εργατικός. Δούλευε μαζί με τον πατέρα του στα χωράφια, γιατί ήξερε πως ο Θεός ευλογεί πολύ τον άνθρωπο εκείνο που βγάζει τίμια και με τον ιδρώτα του προσώπου του το ψωμί του. Με τα χρήματα που μάζευε από τον κόπο των χεριών του, φρόντιζε να βοηθάει δυστυχισμένους και φτωχούς, έτσι ώστε να τον ευλογεί περισσότερο ο Θεός.
Η μεγαλύτερη του χαρά ήταν όταν τον έστελνε ο καλός του πατέρας να βοσκήσει τα πρόβατα τους στις καταπράσινες πεδιάδες. Τότε, ο μικρός Σπυρίδων έβρισκε την ευκαιρία να γονατίζει κάτω από τα βαθύσκια πλατάνια, δίπλα από τα γάργαρα νερά που έτρεχαν ήσυχα μέσα στα φιδωτά μικρά ρυάκια, και εκεί να προσεύχεται θερμά στον αγαπημένο του Θεό, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό!
Τα προβατάκια, λες και καταλάβαιναν τι έκανε ο άγιος τσοπάνος τους και νιώθοντας την παρουσία του Θεού στην προσευχή του αγίου μας, μαζευόντουσαν πολλές φορές τριγύρω του σαν να ήθελαν να προσευχηθούν κι αυτά μαζί του.
Εκείνος, βλέποντας πόσο αγνά και άκακα φερόντουσαν, τ’ αγαπούσε και τα χάιδευε ακόμα πιο τρυφερά. Του θύμιζαν τον ουράνιο Αμνό, τον Κύριο μας Ιησού, που βάδισε σαν άκακο πρόβατο την ανηφόρα του Γολγοθά, για να λυτρώσει όλους εμάς από την κατάρα της αμαρτίας.
3. Ο ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΝΥΜΦΕΥΕΤΑΙ
Όταν ο νεαρός Σπυρίδων ήρθε σε ηλικία γάμου, οι γονείς του ήθελαν πολύ να τον παντρέψουν με μια ευσεβή κοπέλα. Το ενδιαφέρον τους είχε τραβήξει μια αγνή και σεμνή κόρη εκεί στο χωριουδάκι τους. Μπορεί να ήταν πάρα πολύ φτωχή, μα αυτό δεν τους ενδιέφερε. Εκείνο που είχε σημασία γι’ αυτούς ήταν πως η κοπέλα αυτή αγαπούσε πολύ το Χριστό και ήταν παράδειγμα σεμνότητας και σωφροσύνης. Πίστευαν πως με αυτή την κοπέλα θα γινόταν ευτυχισμένο το παιδί τους και θα έφτιαχναν μαζί μια ευλογημένη κατ’ οίκον Εκκλησία, δηλαδή μια ευλογημένη οικογένεια. Ο νεαρός Σπυρίδων υπάκουσε στην επιθυμία των γονιών του και παντρεύτηκε το σεμνό και ενάρετο αυτό κορίτσι.
Μαζί με τη νεαρή γυναίκα του, αποφάσισαν να αγαπήσουν ακόμα πιο πολύ το Χριστό και να κάνουν όσο μπορούν πιο πολλά καλά και φιλάνθρωπα έργα. Ήταν να θαυμάζεις το ευλογημένο αυτό ζευγάρι. Ήταν μαζί στην προσευχή, μαζί στις ελεημοσύνες, μαζί στις επισκέψεις των φτωχών και ορφανών παιδιών και γενικά μαζί σε κάθε έργο του Θεού. Ήταν το σπίτι τους παράδειγμα προς μίμηση. Τα παιδιά που έκαναν, φρόντιζαν να τα καθοδηγούν σύμφωνα με τις εντολές του Θεού, δίνοντας τους πάντα σαν καλύτερη διδασκαλία το δικό τους άγιο παράδειγμα.
Έβλεπαν και οι δυο το γάμο τους, όχι σαν εμπόδιο για την σωτηρία τους, αλλά, αντίθετα, σαν έναν δρόμο αγιασμού και ευλογίας. Για τον λόγο αυτό αύξησαν τις ελεημοσύνες τους, τις νηστείες τους, τις προσευχές τους και κάθε τι που θα τους έκανε πιο πιστούς χριστιανούς. Ο Θεός έβλεπε τον κοινό αγώνα τους και ευλογούσε το σπιτικό τους.
4. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ
Η πίστη και η υπομονή, όμως, του αγίου μας επρόκειτο να δοκιμαστούν πολύ σκληρά.
Ξαφνικά η νεαρή γυναίκα του αρρώστησε και, πριν προλάβουν να την δουν καλά – καλά οι γιατροί και να την θεραπεύσουν, πέθανε, αφήνοντας μεγάλο πόνο στην καρδιά του αγίου.
Στο εξής, έπρεπε ο ίδιος να σταθεί «μάνα και πατέρας» στα μικρά του παιδιά. Έτσι και έγινε. Με τη βοήθεια του Θεού, κατάφερε και τα μεγάλωσε σαν μάνα, με πολύ στοργή και αγάπη. Έπειτα, τα πάντρεψε όλα, εκτός από το πιο μικρό του παιδί, την αγαπημένη του Ειρήνη. Αυτή έμεινε μαζί με τον γλυκό και αγιασμένο πατέρα της για να τον φροντίζει και να απολαμβάνει την γλυκιά του στοργική παρουσία.
Ο θάνατος της γυναίκας του έφερε μεγάλη λύπη στην καρδιά του αγίου, όχι τόσο γιατί είχε χάσει έναν σύντροφο στη ζωή, αλλά γιατί είχε χάσει τον πολύτιμο συναγωνιστή του στα έργα του Θεού και στην πορεία για τον αγιασμό του.
Ο άγιος μας δεν έβλεπε το γάμο σαν μια απλή υπόθεση συμβίωσης με μια γυναίκα ή σαν μέσο εκτόνωσης των σαρκικών αδυναμιών, αλλά σαν ένα ευλογημένο δρόμο και τρόπο για τον εξαγιασμό του ανθρώπου και την θέωσή του. Ένα δρόμο στον οποίο ο κάθε σύζυγος κόβει, για χάρη του Χριστού, το προσωπικό του «εγώ», το εγωιστικό του δηλαδή θέλημα, με όλα τα αμαρτωλά πάθη που γεννά αυτή η αμαρτία.
* * *
Όταν μέσα στο γάμο οι σύζυγοι αγωνίζονται για χάρη του Χριστού να αποκτήσουν άγιες αρετές, όπως:
– Υπομονή στα διάφορα προβλήματα της οικογένειας,
– Ανεκτικότητα στα εγωιστικά ελαττώματα του άλλου,
– Ειλικρινή αγάπη και σεβασμό, που μειώνει τις προστριβές από τυχόν λάθη και συντηρεί τον καθημερινό διάλογο,
– Τακτική προσευχή, για τον ερχομό της θείας χάρης
τότε αυτό το αντρόγυνο έφτιαξε τη πνευματική εκείνη σκάλα, που μπορεί η βάση της να είναι στο σπίτι, όμως, η κορυφή της φτάνει στον ουρανό!
* * *
Μέσα στο γάμο του, ο άγιός μας αγωνιζόταν με την γυναίκα του για την κατάκτηση των αγίων αυτών αρετών και την εκτέλεση κάθε θεϊκής εντολής του Ευαγγελίου. Για το λόγο αυτό ο Θεός ευλογούσε πολύ την οικογένεια του Αγίου Σπυρίδωνα.
Μπορεί ο θάνατος να διέκοψε προσωρινά την επί γης στενή αυτή συνεργασία του αντρογύνου για την κατάκτηση του ουρανού, αλλά δεν διέκοψε καθόλου τον μεγάλο και διαρκή πνευματικό αγώνα του αγίου μας για τον πλήρη εξαγιασμό του.
Μετά το θάνατο της γυναίκας του προσηλώθηκε ακόμα πιο πολύ στο Θεό. Έπαιρνε τα προβατάκια του για βοσκή και εκεί, μέσα στην ερημιά της πανέμορφης βουνοπλαγιάς, άφηνε την καρδιά του να δοθεί σε θερμή προσευχή, με ύμνους αγάπης και λατρείας στον αγαπημένο του Ιησού.
Η καρδιά του αγαπούσε τόσο πολύ τον Χριστό, που μόνο με ένα ενεργό ηφαίστειο μπορούσες να την συγκρίνεις. Ένα ηφαίστειο που έβγαζε συνέχεια από τα έγκατά του την καυτή λάβα της αγάπης και της λατρείας του στο Βασιλιά του κόσμου, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Σήκωνε τα μάτια του στον Ουρανό και εκεί ξεχνιόταν για ώρες, αφήνοντας στην αγκαλιά του Θεού τις πυρφόρες προσευχές του.
Θερμές προσευχές έκανε επίσης και στους αγίους αγγέλους, τους οποίους αγαπούσε πάρα πολύ. Τακτικά ζητούσε την προστασία και την βοήθεια τους, και Εκείνοι τον σκέπαζαν και τον προστάτευαν από κάθε κακό.
5. ΧΕΙΡΟΤΟΝΕΙΤΑΙ ΙΕΡΕΑΣ
Η άγια ζωή του και τα συνετά λόγια του τον είχαν κάνει πολύ αγαπητό στον κόσμο. Όλοι ήθελαν να τον συμβουλεύονται και να ακολουθούν τα λόγια του. Γι’ αυτό, όταν κάποια στιγμή ο γέρος παπάς του χωριού του πέθανε, τότε όλοι μαζί, μ’ ένα στόμα, ζήτησαν να γίνει ιερέας και πνευματικός ποιμένας τους ο άγιος Σπυρίδων.
Εκείνος, όμως, είχε τόσο βαθιά ταπείνωση, ώστε δεν θεωρούσε άξιο τον εαυτό του για να γίνει ιερέας και να κρατά στα χέρια του το πανάγιο Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας. Σαν πρόφαση άρνησης χρησιμοποιούσε τον φόβο και τον τρόμο που έχουν απέναντι στο μυστήριο της θείας Λειτουργίας οι ίδιοι οι άγιοι Άγγελοι.
Μα, η ώρα να λάμψει παντού το φως της αγιότητάς του είχε φθάσει. Το θέλημα του Θεού ήταν να γίνει Ιερέας ο πιστός και άξιος δούλος Του.
Ο άγιος μας υποτάχτηκε με απλότητα και εμπιστοσύνη στη βουλή του Θεού και χειροτονήθηκε Διάκονος και Ιερέας του Υψίστου.
Στη χειροτονία του πανηγύριζαν μαζί με τους ανθρώπους στη γη και οι Άγγελοι στον Ουρανό, γιατί στο εξής, μπροστά στην Αγία Τράπεζα, θα υμνολογεί τον Παντοκράτορα Θεό σαν επίγειος άγγελος, ο αγαπημένος σε γη και ουρανό άγιος Σπυρίδων.
Αυτός που μέχρι τότε ήταν ποιμένας απλών προβάτων τώρα γίνεται ποιμένας πνευματικών προβάτων, ποιμένας ψυχών, ποιμένας ανθρώπων. Νιώθει το βάρος της αποστολής του και αυξάνει ακόμα περισσότερο τους ασκητικούς κόπους του καθώς και τα έργα αγάπης προς τον συνάνθρωπό του. Για χάρη των πνευματικών παιδιών του νηστεύει και προσεύχεται πιο πολύ από πριν. Τα βράδια αγρυπνεί, κάνοντας μετάνοιες και παρακλήσεις για τους πονεμένους, τους δυστυχισμένους και για όλους εκείνους που υποφέρουν διάφορες δοκιμασίες.
Όταν βλέπει κανένα να παραστρατεί από τον ίσιο δρόμο, με πραότητα και αγάπη, τον νουθετεί στο καλό και στην αρετή. Στις φτωχές οικογένειες και στα ορφανά στέκεται σαν πραγματικός πατέρας, γεμάτος στοργή και προστασία. Στους αρρώστους, η προσευχή του γίνεται φάρμακο και παρηγοριά. Πολλές φορές μάλιστα, με μόνο την θερμή προσευχή του, θεραπεύει φτωχούς ασθενείς του. Όλοι σιγά – σιγά αντιλαμβάνονται πόση θαυματουργική δύναμη έχει η προσευχή του και γι’ αυτό, σε κάθε δύσκολη περίσταση της ζωής τους καταφεύγουν σ’ αυτόν για να τους βοηθήσει.
Με λόγια και έργα νουθετεί συνεχώς το ποίμνιό του, να εφαρμόζει τις εντολές του Θεού και να μη παρασύρεται από τα τεχνάσματα του σατανά.
Σ’ αυτούς που δεν πείθονται με λόγια ν’ αλλάξουν ζωή και να ξεφύγουν από τα σατανικά δίχτυα της κλεψιάς και της πλεονεξίας, εφαρμόζει άλλες παραδειγματικές πρακτικές μεθόδους. Χαρακτηριστικό είναι και το παρακάτω περιστατικό.
* * *
Ο άγιός μας και μετά που έγινε Ιερέας συνέχισε να έχει το μαντρί του και τα αγαπημένα του αθώα προβατάκια. Απ’ αυτά συντηρούσε την οικογένειά του αλλά και το πλήθος των φτωχών και ορφανών που προστάτευε.
Μια νύχτα, μπήκανε κλέφτες στο μαντρί του, για να κλέψουν πρόβατα. Ο άγιός μας τους πήρε είδηση. Αντί να πάει αμέσως κοντά τους και να τους μαλώσει για το ατόπημά τους, γονάτισε στην προσευχή παρακαλώντας το Θεό να συνετίσει και αυτά τα πνευματικά του παιδιά. Οι κλέφτες, μόλις μπήκαν στο μαντρί, διάλεξαν τα καλύτερα πρόβατα και αμέσως μετά θέλησαν να φύγουν. Τι έκπληξη, όμως, τους περίμενε! Τα πόδια τους κόλλησαν στη γη, λες και κάποιος τους τα είχε δέσει με δεσμά στο πάτωμα για να μην μπορούν να κάνουν βήμα. Έτσι, καθηλωμένους, τους βρήκε ο άγιος μας το άλλο πρωί, μόλις μπήκε μέσα στο μαντρί του. Βρήκε τότε την ευκαιρία να τους νουθετήσει να μη ξανακάνουν ποτέ άλλη κλεψιά. Εκείνοι του υποσχέθηκαν πως δεν θα κλέψουν ποτέ άλλη φορά στη ζωή τους. Και μόλις ο άγιός μας προσευχήθηκε γι’ αυτούς, μόνο τότε ελευθερώθηκαν από τα αόρατα δεσμά τους. Έπειτα, αφού έπιασε το καλύτερο κριάρι, τους το χάρισε λέγοντας:
– Επειδή ταλαιπωρηθήκατε πολύ όλη τη νύχτα απόψε, πάρτε αυτό το κριάρι και πηγαίνετε στην ευχή του Θεού. Ποτέ όμως να μη ξανακλέψετε ξένο πράγμα.
Με τέτοιους τρόπους νουθετούσε ο άγιος μας τους απείθαρχους.
6. ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΡΙΜΥΘΟΥΝΤΟΣ
Από στόμα σε στόμα, κυκλοφορούσαν πλήθος οι ιστορίες για πολλά θαύματα που έκανε σε πολλούς ανθρώπους. Ασθενείς θεραπεύονταν, τυφλοί έβλεπαν το φως τους, δαιμονισμένοι ελευθερωνόντουσαν από τα πονηρά δεσμά του σατανά και γενικά πλήθος θαυματουργίες γινόντουσαν μόνο με την προσευχή του.
Ήταν τέλειος ιατρός των ψυχών και των σωμάτων. Όλοι τον σεβόντουσαν και τον αγαπούσαν σαν άγιο άνθρωπο, του οποίου ο Θεός δεν του χάλαγε ποτέ χατίρι.
Αυτό έκανε όλο το λαό, μόλις χήρεψε ο επισκοπικός θρόνος της Τριμυθούντος, (σήμερα λέγεται Τρεμετουσιά και βρίσκεται υπό την Τουρκική κατοχή) να ζητήσει για επίσκοπό τους τον άγιο Σπυρίδωνα.
Έχοντας επίγνωση της μεγάλης τιμής αλλά και της μεγάλης ευθύνης που του επεφύλαξε ο Χριστός, να ποιμαίνει τώρα τα λογικά πρόβατα Του για τα οποία έχυσε πάνω στο Σταυρό το πανάγιο Αίμα Του, αρχίζει νέους πνευματικούς και ασκητικούς αγώνες, για να κάνει την ψυχή του όσο το δυνατό πιο τέλειο κατοικητήριο του παναγίου Πνεύματος.
Με νηστείες, αγρυπνίες, ελεημοσύνες και κυρίως με την αδιάλειπτη πύρινη προσευχή του, χτυπά συνέχεια την πόρτα της ευσπλαχνίας του Θεού για όλα του τα πνευματικά παιδιά.
Γίνεται για όλους πατέρας, μάνα, φίλος και αδελφός.
Τρέχει με συμπόνια και αγάπη σ’ όλα τα σπίτια των φτωχών και ορφανών για να τους δώσει την προσφορά της αγάπης του.
Στα σπίτια των αρρώστων στέκει πάντα δίπλα από το κρεβάτι του πόνου για να τους παρηγορά και να προσεύχεται για την θεραπεία τους.
Τις χήρες και τα ανύπαντρα ορφανά κορίτσια τα έχει βάλει κάτω από την πατρική προστασία του.
Για να μπορεί να εξοικονομεί τα προς το ζην για τους πολλούς φτωχούς και τα ορφανά που προστατεύει, πηγαίνει μαζί με τους εργάτες στα χωράφια, σαν εργάτης κι ο ίδιος, για να σπέρνει και να θερίζει. Από τη στάνη πάλι με τα αγαπημένα του αθώα προβατάκια, τα οποία συνεχίζει να συντηρεί, εξασφαλίζει λίγο γάλα για τα πολλά μικρά ορφανά του.
7. ΣΤΑΜΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΟΜΒΡΙΑ
Η φτώχεια και η δυστυχία των ανθρώπων τον πληγώνει πολύ. Πολλές θαυματουργίες της ζωής του έχουν σχέση με την πείνα των φτωχών του.
Μια φορά, μόλις ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο της Τριμυθούντος, συνέβηκε να πέσει μεγάλη ανομβρία στο νησί της Κύπρου. Οι πηγές της γης στέρεψαν και η δίψα μαζί με την πείνα μάστιζαν τον τόπο. Ο θάνατος είχε απλωθεί στο νησί, που κινδύνευε να ερημωθεί. Κάθε μέρα δεκάδες άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα και τη δίψα. Τα ζώα ψοφούσαν και όλος ο πληθυσμός είχε έρθει σε απόγνωση. Μέσα στη γενική απελπισία, κατάφυγαν τότε όλοι στο θαυματουργό άγιο Σπυρίδωνα, για να μεσιτεύσει προς τον πολυεύσπλαχνο Θεό να συγχωρήσει τις αμαρτίες τους και να στείλει την ζωογόνα βροχή στη ξηραμένη γη.
Ο πονόψυχος Σπυρίδων μάζεψε τότε όλο τον κόσμο στην εκκλησιά για να παρακαλέσουν όλοι μαζί τον Θεό να τους λυπηθεί. Αφού πρώτα τους νουθέτησε με πατρική αγάπη να τηρούν τις εντολές του Θεού και να αποφεύγουν τα λάθη και τις αμαρτίες, για τις οποίες πολλές φορές οργίζεται ο Θεός και μας τιμωρεί ανάλογα, σήκωσε τα αγιασμένα χέρια του στον ουρανό και παρακάλεσε τον Θεό να λυπηθεί τα παιδιά του και να σταματήσει την ανομβρία.
Τότε, ενώ έξω έλαμπε ο ήλιος και έκαιγε με τις ζεστές αχτίνες του τα πάντα, ξαφνικά, άρχιζαν να μαζεύονται πλήθος μαύρα σύννεφα και να σκεπάζουν τον ουρανό! Ενώ, όμως, ήταν συννεφιασμένος ο ουρανός για αρκετή ώρα, δεν έπεσε ούτε μια σταγόνα βροχής στη γη. Τότε ο άγιος γονάτισε ξανά και, με πιο πολύ πόνο και πιο πολλά δάκρυα, ικέτεψε τον Θεό να σπλαχνιστεί τα πλάσματά του και να αφήσει την βροχή να πέσει ξανά πλούσια στη διψασμένη γη.
Στα τελευταία πονεμένα λόγια του, άνοιξαν αμέσως οι πηγές του ουρανού και άφθονη βροχή πότισε και ξεδίψασε το ταλαιπωρημένο νησί. Τα χωράφια έβγαλαν πλούσιους καρπούς, τα ζώα έφαγαν χλωρή βλάστηση και οι άνθρωποι σώθηκαν.
Όλος ο κόσμος τότε δόξασε τον Θεό, που τους έστειλε τον άγιο αυτό άνθρωπο για να τους βγάλει από την δυστυχία και να τους οδηγήσει στη χαρά και την ευτυχία.
8. Ο ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ ΕΜΠΟΡΟΣ
Κάποια άλλη χρονιά έπεσε μεγάλη κακοκαιρία στο νησί, με αποτέλεσμα να μη μπορέσουν οι χωρικοί να θερίσουν και να μαζέψουν καρπούς από τα χωράφια τους. Μόνο όσοι είχαν μαζεμένα αγαθά στις αποθήκες τους από την προηγούμενη χρονιά μπορούσαν να τρώνε καλά και να διασκεδάζουν. Οι υπόλοιποι φτωχοί άνθρωποι άρχισαν να πεινούν και να δυστυχούν. Όταν πήγαιναν να ζητήσουν βοήθεια από τους πλούσιους, εκείνοι ή τους έδιωχναν με ασπλαχνία ή τους πουλούσαν τα αγαθά με πολύ ανεβασμένες τιμές για να κερδίζουν περισσότερα χρήματα.
Σ’ έναν τέτοιο φιλάργυρο έμπορο πήγε κάποτε να ζητήσει βοήθεια ένας πεινασμένος φτωχός για να θρέψει την οικογένειά του. Με δάκρυα στα μάτια, γονατιστός μπροστά στα πόδια του πλούσιου, τον παρακαλούσε και του έλεγε:
– Σε παρακαλώ, συνάνθρωπέ μου, δάνεισε μου λίγο σιτάρι για να σώσω τα παιδιά μου.
Η πέτρινη, όμως, καρδιά του άσπλαχνου πλούσιου έμενε ασυγκίνητη. Μάταια ο φτωχός εκλιπαρούσε τον φιλάργυρο πλούσιο. Αυτός στεκόταν εκεί, ψυχρά και παγωμένα, χωρίς να καταδέχεται να δώσει μια απάντηση στις δακρυσμένες παρακλήσεις του ρακένδυτου φτωχού.
Όταν είδε ο φτωχός πως άδικα περίμενε μήπως τον συμπονέσει ο άσπλαχνος πλούσιος αποφάσισε, μέσα στη μεγάλη απελπισία του, να καταφύγει στον άγιο Σπυρίδωνα για να πει τον πόνο του.
Ο άγιος τον άκουσε με προσοχή και του είπε:
– Μη στεναχωριέσαι. Αύριο θα δεις το σπίτι σου να έχει πολλά αγαθά, ενώ τον πλούσιο να τον κατηγορούν και να τον κοροϊδεύουν όλοι. Μάλιστα, θα τον δεις να σε παρακαλάει για να πάρεις όσο σιτάρι χρειάζεσαι!
Ο φτωχός νόμιζε πως τα λόγια του αγίου μας ήταν απλώς παρηγορητικά λόγια για να απαλύνουν την δυστυχία του και γι’ αυτό έφυγε λυπημένος για το σπίτι του.
Μόλις έφυγε ο φτωχός, ο άγιος μας αποσύρθηκε στο προσευχητάρι του σπιτιού του. Γονάτισε μπροστά στην εικόνα του Χριστού και Τον παρακάλεσε να προστατέψει τον φτωχό και να παιδαγωγήσει τον άσπλαχνο πλούσιο.
Ενώ έξω ήταν καλοκαιρία, άρχισε σιγά – σιγά να σκοτεινιάζει ο ουρανός και να γίνεται μεγάλη κακοκαιρία. Κατά τα μεσάνυχτα σηκώθηκε μεγάλη καταιγίδα και άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Δημιουργήθηκε πλημμύρα και τα νερά παρέσερναν τα πάντα στο πέρασμά τους. Μπήκανε μέσα και στις σιταποθήκες του άσπλαχνου πλούσιου και παρέσυραν όλους τους καρπούς της αποθήκης του. Σιτάρια και όσπρια κυλούσαν τώρα μέσα στους δρόμους.
Την άλλη μέρα, που σταμάτησε η καταιγίδα, είδε ο πλούσιος την καταστροφή που τον βρήκε και θρηνούσε απαρηγόρητος. Η μεγάλη αποθήκη του δεν υπήρχε πλέον.
Οι φτωχοί, μόλις το πήραν αυτό χαμπάρι, βγήκαν έξω στους δρόμους και άρχιζαν να μαζεύουν από τους δρόμους τους καρπούς.
Εντωμεταξύ, ο άσπλαχνος πλούσιος, όταν είδε να αρπάζουν έτσι τον πλούτο του και αυτός να μη μπορεί να κάνει απολύτως τίποτα, για να δείξει ότι δήθεν είναι φιλάνθρωπος, έλεγε στους φτωχούς να πάρουν όσο σιτάρι ήθελαν.
Ανάμεσα σ’ εκείνους που βγήκαν στους δρόμους για να μαζέψουν σιτάρι και όσπρια ήταν βεβαίως και ο φτωχός της ιστορίας μας, ο οποίος τότε μόλις κατάλαβε τα προφητικά λόγια του αγίου μας και θαύμασε το προορατικό χάρισμα του αγίου Σπυρίδωνα.
9. ΜΕΤΑΒΑΛΛΕΙ ΕΝΑ ΦΙΔΙ ΣΕ ΧΡΥΣΑΦΙ
Στον ίδιο πλούσιο πήγε κάποτε και ένας άλλος φτωχός, γνώριμος του αγίου, και του ζήτησε να του δανείσει λίγο σιτάρι για να σπείρει στο χωράφι του και να του το επιστρέψει πάλι μετά το θέρος. Ο πλούσιος δεν ήθελε ούτε να τ’ ακούσει.
– Χωρίς χρήματα δεν σου δίνω ούτε κόκκο σταριού, του είπε.
Φεύγει τότε ο φτωχός και πάει στον Άγιο για να του πει τον πόνο του και να διηγηθεί την άσπλαχνη συμπεριφορά του πλούσιου. Ο Άγιος μας στενοχωρήθηκε πολύ. Αφού του έδωσε πρώτα ότι είχε μέσα στο φτωχικό του για να πάρει φαγητό στα παιδιά του, τόνωσε την πίστη του φτωχού, γαλήνεψε την καρδιά του και τον έστειλε σπίτι του.
Όταν έμεινε μόνος του, πικραμένος για την τόση φτώχεια που επικρατούσε στον κόσμο αλλά και για την μεγάλη ασπλαχνία των πλουσίων, πήγε στον κοντινό δάσος για να προσευχηθεί.
Εκείνη τη στιγμή, καθώς βάδιζε κάτω από τα βαθύσκια πλατάνια, βλέπει λίγο πιο πέρα ένα φιδάκι να ξεφυτρώνει από μια τρύπα. Τότε, φωτισμένος από τη χάρη του Θεού, λέει στο φιδάκι να σταματήσει. Εκείνο, λες και κατάλαβε την εντολή του ανθρώπου του Θεού, σταμάτησε αμέσως.
Ο Άγιος μας πηγαίνει κοντά του, στρέφει τα μάτια του στον ουρανό, σηκώνει τα χέρια του ικετευτικά στο Θεό και λέει:
– Κύριέ μου, σε ικετεύω ο ανάξιος δούλος Σου, κάνε αυτό το φιδάκι χρυσό, για να το δώσει ενέχυρο ο φτωχός άνθρωπος και να πάρει λίγο σιτάρι για να θρέψει τα παιδιά του.
Κατόπιν ο άγιος κάνει το σημείο του Σταυρού τρεις φορές πάνω από το φιδάκι και γίνεται μεγάλο θαύμα. Το ζωντανό φιδάκι μετατρέπεται σε αληθινό χρυσό φιδάκι!
Το παίρνει τότε και πηγαίνει αμέσως στο σπιτάκι του φτωχού ανθρώπου. Του το δίνει και του λέει να πάει γρήγορα στον πλούσιο, για να του το δώσει ως ενέχυρο. Με το σιτάρι που θα πάρει να ταΐσει τα παιδιά του αλλά και να σπείρει στα χωράφια του.
Χαρούμενος έτρεξε ο φτωχός στο σπίτι του πλούσιου. Ο φιλάργυρος έμπορας θαύμασε το χρυσάφι που κρατούσε στα χέρια του ο φτωχός. Αμέσως, γλύκανε το σκληρό πρόσωπό του και έδωσε στο φτωχό όσο σιτάρι χρειαζόταν.
Όταν έφτασε το θέρος, ο Θεός είχε ευλογήσει, με τις ευχές του αγίου Σπυρίδωνα, τα χωράφια του φτωχού, τα οποία έβγαλαν πλούσια σοδιά. Έτσι, μπόρεσε να δώσει πίσω στον πλούσιο το δανεικό σιτάρι και να πάρει πίσω το ενέχυρο που του είχε δώσει, δηλαδή το χρυσό φιδάκι.
Με το χρυσό φιδάκι στα χέρια, πήγε αμέσως ο φτωχός στον Άγιο μας, για να τον ευχαριστήσει αλλά και να του το επιστρέψει.
Ο άγιος Σπυρίδων πήρε το χρυσό φιδάκι στα χέρια του και λέει στον φτωχό χωρικό:
– Έλα, παιδί μου, ας πάμε να επιστρέψουμε στον πολυεύσπλαχνο Θεό το χρυσάφι αυτό, το οποίο με αγάπη μας δάνεισε.
Πήγαν και οι δυο στο κοντινό δάσος, στο σημείο που πρωτοβρήκε ο άγιος μας το φιδάκι. Εκεί, αφού σχημάτισε το σημείο του Σταυρού πάνω από το χρυσό φιδάκι το άφησε στο χώμα. Σήκωσε μετά τα μάτια του στον ουρανό και προσευχήθηκε θερμά:
– Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, συ που άκουσες την ταπεινή μου προσευχή και έκανες το φίδι χρυσάφι για να θρέψει το φτωχό παιδί Σου την οικογένειά του, Συ κάνε τώρα ξανά το χρυσάφι φίδι. Δώσε του και πάλι την αρχική του μορφή, για να μάθει τούτος ο άνθρωπος τη θεία φροντίδα που έχεις για όλα τα πλάσματά Σου.
Τότε έγινε το μεγάλο θαύμα. Το μέταλλο άρχισε να χάνει σιγά – σιγά την εκθαμβωτική λάμψη του. Έπειτα, άρχισε να κινείται και να κάνει ελιγμούς. Το χρυσάφι είχε μεταβληθεί σε ένα αληθινό φίδι που έτρεξε γρήγορα να χαθεί μέσα στα χαμόκλαδα των δένδρων.
Ο φτωχός άνθρωπος τα έχασε βλέποντας αυτό το εκπληκτικό και παράδοξο θαύμα. Γονάτισε στη γη και, με δάκρυα στα μάτια, ευχαριστούσε τον Θεό για τη μεγάλη ευεργεσία που του έδωσε αλλά και τον άγιο μας για το μεγάλο θαύμα που έκανε μπροστά του και τόνωσε την πίστη του.
Ο άγιος μας, αφού τον συμβούλεψε να δοξάζει και να υμνεί διαρκώς τον πολυεύσπλαχνο Θεό, τον ευλόγησε και τον άφησε να πάει στο σπίτι του για να περιγράψει στην οικογένειά του τα μεγαλεία του Θεού που αξιώθηκε να ζήσει.
10. ΠΕΡΝΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
Κάποτε ένας ενάρετος χριστιανός και στενός φίλος του αγίου Σπυρίδωνα συκοφαντήθηκε άσχημα από κάποιους κακούς ανθρώπους, οι οποίοι τον μισούσαν για τις αρετές του. Ήταν τόσο μεγάλη η συκοφαντία, που ο έπαρχος της περιοχής εκείνης, ο κυβερνήτης της Κωνσταντίας, (ήταν μια πόλη χτισμένη στα ερείπια της αρχαίας Σαλαμίνας, όπου είναι η σημερινή Αμμόχωστος), διέταξε τη θανατική του καταδίκη.
Ο άγιος μας, στενοχωρήθηκε πολύ για το πάθημα του ενάρετου φίλου του και αποφάσισε να τον βοηθήσει. Έτρεξε γρήγορα να πάει εκεί που κρατούσαν φυλακισμένο το φίλο του και να μεσολαβήσει στον έπαρχο για να τον ελευθερώσει. Ήξερε πολύ καλά ότι ήταν αθώος.
Ήταν χειμώνας και έξω επικρατούσε βαριά κακοκαιρία. Οι πολλές βροχές είχαν κάνει τους δρόμους να μοιάζουν σαν λίμνες και η κίνηση γινόταν με πολύ μεγάλη δυσκολία. Παρά τις τρομερά άσχημες καιρικές δυσκολίες ξεκίνησε ο άγιος μας να πάει κοντά στο φίλο του. Ήθελε να φτάσει γρήγορα, για να προλάβει να τον σώσει από τον σίγουρο θάνατο.
Όμως, καθ’ οδόν προέκυψε ένα σοβαρό εμπόδιο. Έπρεπε να περάσει οπωσδήποτε από ένα ποτάμι, το οποίο είχε πλημμυρίσει και η διάβασή του ήταν σχεδόν αδύνατη.
Τότε ο άγιος Σπυρίδων, σαν άλλος Μωυσής, στάθηκε στην όχθη του ποταμού και με τη γλυκιά φωνή του είπε:
– Σταθείτε νερά και μη κινείστε! Ο Δεσπότης Χριστός διατάζει να περάσω για να γλυτώσω τον φίλο μου.
Θαύμα παράδοξο έγινε τότε. Οι νόμοι της φύσης σταμάτησαν να λειτουργούν. Τα νερά σταμάτησαν να κινούνται και έκαναν πέρασμα ανάμεσά τους για να περάσει ο άνθρωπος του Θεού στην απέναντι όχθη.
Ο κόσμος, που βρέθηκε εκείνη τη στιγμή εκεί, συγκλονίστηκε. Πολλοί μάλιστα βρήκαν την ευκαιρία να περάσουν μαζί με τον άγιο στην αντίπερα όχθη και μόλις έφθασαν στην πόλη διαλάλησαν το μεγάλο αυτό θαύμα.
Έφτασε το θαύμα αυτό και στ’ αφτιά του κυβερνήτη της Κωνσταντίας πόλης, του έπαρχου δηλαδή εκείνου, που είχε διατάξει τη θανατική καταδίκη του ενάρετου χριστιανού και φίλου του αγίου μας. Τρόμος και έκπληξη κυρίευσε την ψυχή του. Φοβήθηκε τη θαυματουργική δύναμη του αγίου Σπυρίδωνα και διέταξε να αφήσουν ελεύθερο το θανατοποινίτη φίλο του.
Έτσι, με χαρά και αγαλλίαση, επειδή είχε γλυτώσει ένα αθώος από τον θάνατο, επέστρεψε ο Άγιος μας πίσω στην επαρχία του μαζί με το φίλο του, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό για όσα έγιναν.
11. ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΩΛΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Ο άγιος Σπυρίδων αγαπούσε πολύ την αρετή και την καθαρότητα της καρδιάς. Στεναχωριόταν πολύ όταν έβλεπε τους ανθρώπους να αμαρτάνουν και να γίνονται δέσμιοι του σατανά. Ο Θεός βλέποντας την αγάπη που είχε για τον κάθε αμαρτωλό άνθρωπο, του χάρισε το «προορατικό χάρισμα». Με αυτό θα έβλεπε και θα διάβαζε χωρίς δυσκολία τις απόκρυφες σκέψεις και τα έργα του κάθε ανθρώπου κι έτσι θα κατάφερνε πιο εύκολα να ελευθερώσει από κάθε σατανική επίδραση τον κάθε αμαρτωλό και να τον οδηγήσει στη μετάνοια.
Συνήθιζε τακτικά να τριγυρνά τα χωριά για να επιβλέπει το ποίμνιό του και να τους διδάσκει τα μεγαλεία του Θεού. Πάντοτε πήγαινε πεζός και ποτέ δεν ίππευε. Όταν του έλεγαν τα πνευματικά του παιδιά πως μ’ αυτό τον τρόπο κοπιάζει πάρα πολύ, αυτός τους απαντούσε χαριτολογώντας πως, για έναν άνθρωπο που έτρεχε πάντα κοντά στα κοπάδια, αυτές οι πεζοπορίες είναι παιχνιδάκι.
Κάποτε, επιστρέφοντας από μια μεγάλη περιοδεία που είχε κάνει, ήταν κατάκοπος και ιδρωμένος. Αποφάσισε τότε να σταματήσει για λίγο στο πλησιέστερο χωριό και να ξεκουραστεί στο σπίτι ενός φίλου του.
Εκείνος με μεγάλη χαρά τον υποδέχτηκε και ετοίμασε νιπτήρα για να πλύνει τα πόδια του. Βέβαια, μόλις μαθεύτηκε πως ο άγιος μας ήταν στο χωριό τους, μαζεύτηκαν γρήγορα όλοι στο σπίτι που τον φιλοξενούσε και συναγωνιζόντουσαν για ποιος θα τον περιποιηθεί καλύτερα. Ανάμεσά τους ήταν και μια γυναίκα αμαρτωλή, η οποία πήγε κοντά του για να του φιλήσει τα πόδια.
Εκείνος, με το προορατικό χάρισμα που είχε, είδε αμέσως όλες τις απόκρυφες αμαρτίες της γυναίκας αλλά και όλη τη ζωή της. Με χαμηλή φωνή, για να μην τον ακούσουν άλλοι, της λέει:
– Γυναίκα, μην με αγγίζεις.
Ήθελε με αυτό τον τρόπο να της δώσει την ευκαιρία να σκεφτεί τις αμαρτίες της και να απομακρυνθεί απ’ αυτές. Εκείνη, όμως, δεν υπάκουσε στα λόγια του και τον πλησίασε ακόμα περισσότερο.
Τότε, ο άγιος Σπυρίδων, μίλησε φανερά μπροστά σ’ όλους για το αμάρτημά της καλώντας την σε μετάνοια.
Στην καρδιά της αμαρτωλής γυναίκας έγινε μεγάλος σεισμός. Ένας απέραντος θαυμασμός πλημμύρισε την ψυχή της για την δύναμη της χάριτος που είχε ο άγιος, ώστε να της αποκαλύψει όλα αυτά που είχε κάνει. Μια σταθερή απόφαση μπήκε τότε στην καρδιά της, να μην αμαρτήσει ποτέ ξανά. Έσκυψε το κεφάλι στη γη και έκλαψε πολύ, σαν την αμαρτωλή γυναίκα του Ευαγγελίου, ομολογώντας με ταπείνωση και φανερή μετάνοια τα αμαρτήματα της μπροστά σ’ όλο τον κόσμο.
Ο άγιος συγκινήθηκε από την ολοφάνερη μετάνοια της και της λέει:
– Έχε θάρρος παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου. Τώρα με τη χάρη του Θεού έγινες υγιής, γι’ αυτό, πρόσεξε, στο εξής μην ξαναπέσεις σε αμαρτίες.
Από κείνη τη στιγμή λυτρώθηκε η αμαρτωλή γυναίκα από τα δεσμά του σατανά και έζησε κατόπιν μια ζωή ενάρετη, προς δόξα του πολυεύσπλαχνου Θεού.
12. Ο ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΔΙΑΚΟΣ
Ένα απόγευμα, επιστρέφοντας ο άγιος μας από μια μεγάλη περιοδεία που είχε στα χωριουδάκια της επαρχίας του, έφθασε και σ’ ένα χωριό της Κύπρου που λεγόταν Ερυθρά.
Ήταν η ώρα του εσπερινού και μπήκε στην εκκλησιά για να κάνει την εσπερινή ακολουθία. Επειδή ήταν πολύ κουρασμένος, είπε στο Διάκο να ψάλλει σε σύντομο ρυθμό την ακολουθία. Εκείνος, όμως, για να προκαλέσει το θαυμασμό του κόσμου, επειδή ήταν καλλίφωνος, άρχισε να ψάλλει αργά και με υπερηφάνεια.
Ο άγιος μας βλέποντας, με το διορατικό χάρισμα που είχε, τον δαίμονα του εγωισμού και της υπερηφάνειας να έχει δέσει από το λαιμό τον Διάκο, θέλησε να τον σώσει από το φοβερό αυτό αμάρτημα και του φωνάζει μέσα από το ιερό:
– Σιωπή!
Κι εκεί που ο Διάκος έψαλλε υπερήφανα, προσβλέποντας στον έπαινο των εκκλησιαζομένων, αμέσως χάθηκε η φωνή του και δεν μπορούσε να αρθρώσει ούτε μια λέξη.
Την ακολουθία συνέχισε μόνος του ο άγιος Σπυρίδων.
Το καινούριο αυτό θαύμα διαδόθηκε με ταχύτητα σ’ όλο το χωριό, που μαζεύτηκε μέσα στην εκκλησιά για να δει τον άφωνο Διάκο.
Όταν τέλειωσε ο εσπερινός συμβούλεψε πατρικά τον νεαρό Διάκο να μην ψάλλει ποτέ υπερήφανα, γιατί παροργίζει μ’ αυτό τον τρόπο πολύ τον Θεό, αλλά μόνο ταπεινά και με κατάνυξη. Μετά προσευχήθηκε ξανά για την πνευματική προκοπή του Διάκου και του χάρισε πάλι τη φωνή. Τώρα, όμως, δεν ήταν όπως πρώτα τόσο καλλίφωνος, για να μη χάσει εξαιτίας του εγωισμού την ψυχή του.
13. Η ΑΠΛΗΡΩΤΗ ΚΑΤΣΙΚΑ
Ο άγιος μας και μετά που έγινε Επίσκοπος δεν έπαψε να ασχολείται με τη στάνη του και να φροντίζει τα αγαπημένα του κατοικίδια ζώα, τα κατσίκια και τα πρόβατά του. Όχι μόνο γιατί απ’ αυτά έβγαζε, με τον ιδρώτα του προσώπου του, τα αναγκαία προς το ζην αλλά και διότι απ’ αυτά εξασφάλιζε τα απαραίτητα για τη βοήθεια που έδινε καθημερινά στους πολυπληθείς φτωχούς και άρρωστους του ποιμνίου του.
Απ’ όλα τα ζώα αγαπούσε περισσότερο τα προβατάκια, γιατί του θύμιζαν με την αθωότητα και την ακακία τους, τον Αμνό και Ποιμένα Κύριό του, που σαν πρόβατο άκακο ήρθε να υποφέρει και να σταυρωθεί για χάρη μας, για να μπορούμε εμείς να κερδίσουμε την αιώνια ζωή.
Όταν καμιά φορά δεν είχε χρήματα για να βοηθήσει τους δυστυχισμένους συνανθρώπους του, τότε, για να τα εξοικονομήσει, αναγκαζόταν να πουλήσει μερικά από τα γιδοπρόβατα του στους διάφορους εμπόρους.
Αφού συμφωνούσε μαζί τους την τιμή του κάθε ζώου, τους έλεγε ν’ αφήνουν τα χρήματα, για όσα κεφάλια ζώα ήθελαν να πάρουν, πάνω σ’ ένα πεζούλι και να μπαίνουν μετά μέσα στο μαντρί για να πάρουν τα ζώα.
Μια φορά ένας έμπορας που είχε έρθει για να αγοράσει γίδες, μόλις το άκουσε αυτό, σκέφθηκε πονηρά.
– Ευκαιρία είναι να βγάλω κι εγώ κάτι παραπάνω, είπε. Ας αφήσω λοιπόν, λιγότερα χρήματα!
Αφού άφησε πάνω στο πεζούλι λιγότερα χρήματα, μπήκε στο μαντρί να πάρει τα ζώα που ήθελε και ακόμα μια γίδα παραπάνω, χωρίς αυτή να την πληρώσει.
Τότε, όμως, συνέβηκε ένα παράξενο πράγμα. Ενώ όλα τα ζώα, για τα οποία είχε πληρώσει, τον ακολούθησαν αμέσως έξω από το μαντρί, η παραπανίσια απλήρωτη γίδα δεν ήθελε με τίποτε να τον ακολουθήσει. Αφού ξεκόπηκε από τα υπόλοιπα ζώα, έστρεφε πίσω στο μαντρί. Μάταια αγωνίστηκε ο έμπορας να την βάλει μαζί με τα άλλα ζώα. Αυτή με τίποτε δεν ήθελε να τον ακολουθήσει. Έτρεχε συνέχεια μακριά από τον έμπορο, ο οποίος είχε ιδρώσει να την κυνηγά για να την πιάσει. Μα και όταν την έπιασε και την έβαλε στον ώμο του, αυτή δεν σταμάτησε να αντιδρά, να τον χτυπά με τα κέρατά της και να τον κλωτσά δυνατά με τα πόδια της, μέχρι που κατάφερε πάλι να του ξεφύγει και να μπει μέσα στο μαντρί.
Βλέποντας το παράξενο αυτό φέρσιμο της γίδας ο άγιος Σπυρίδων, κατάλαβε αμέσως τι συνέβηκε. Γυρνά τότε στον πονηρό έμπορο και του λέει:
– Μήπως, παιδί μου, ξέχασες να βάλεις και γι’ αυτή την κατσίκα τα χρήματα στο πεζούλι και γι’ αυτό δεν έρχεται;
Ο έμπορας τα έχασε. Ομολόγησε την αλήθεια και ζήτησε συγνώμη για την πονηριά του. Μόλις έβαλε στο πεζούλι τα χρήματα και γι’ αυτή την κατσίκα, βλέπει με έκπληξη την ίδια κατσίκα να βγαίνει μόνη της από το μαντρί και να ακολουθεί χωρίς κανένα άλλο πρόβλημα τα υπόλοιπα ζώα που είχε αγοράσει.
Μετά απ’ αυτό βρήκε την ευκαιρία ο άγιος μας να συμβουλέψει τον έμπορα να μην είναι άδικος ή κατεργάρης στην δουλειά του και στο εμπόριό του, αν θέλει να τον ευλογεί πάντα ο Θεός.
14. ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ
Η περίοδος των διωγμών δεν είχε ακόμα τελειώσει. Την απέραντη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία διοικούν οι δυο μεγάλοι διώκτες του Χριστιανισμού, ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Ο διωγμός που έχουν εξαπολύσει εναντίον της χριστιανικής πίστης είναι ο μεγαλύτερος. Αναρίθμητο είναι το πλήθος των Μαρτύρων που για χάρη του Χριστού ομολογούν την χριστιανική πίστη τους και ποτίζουν με το αίμα τους το δένδρο της αγίας μας Εκκλησίας. Σαν αθώα πρόβατα οδηγούνται στη σφαγή και στην εξολόθρευση. Άλλοι φονεύονται και άλλοι εξορίζονται. Η Εκκλησία γράφει την περίοδο αυτή μια από τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία της.
Η λαίλαπα του διωγμού φτάνει και στο νησί της Κύπρου. Οι ειδωλολάτρες κλείνουν τους Ναούς και εξορίζουν τους Κληρικούς. Ανάμεσα στους διωγμένους είναι και ο άγιος Σπυρίδων. Επειδή η αγία ζωή του ασκούσε μεγάλη επίδραση, όχι μόνο στους Χριστιανούς αλλά και στους ειδωλολάτρες, ώστε πολλοί εξαιτίας του να γίνονται Χριστιανοί, ο άγιος μας εξορίστηκε πολύ μακριά από το ποίμνιό του. Τον στείλανε στα τρομερά και φριχτά κάτεργα της Κιλικίας στη Μικρά Ασία.
Στην εξορία, ο άγιος Σπυρίδων με θαυμαστή υπομονή αντέχει τα πολυποίκιλα βάσανα και με τον άγιο τρόπο ζωής του δίνει δύναμη και στους υπόλοιπους βασανισμένους Χριστιανούς. Με τη δύναμη των λόγων του και με την βαθιά του πίστη στερεώνονται οι αδύνατοι και ενισχύονται οι δυνατοί. Πολλοί ειδωλολάτρες σαγηνευμένοι από την αγία μορφή του αλλά και από τα θαύματα που κάνει, εγκαταλείπουν την θρησκεία των ειδώλων και ασπάζονται τον Χριστιανισμό.
Πέρασε έτσι οκτώ ολόκληρα χρόνια στην εξορία, μέχρι που αναγορεύτηκε αυτοκράτορας της Ρώμης ο Μ. Κωνσταντίνος.
Ο άγιος αυτός Βασιλιάς, μόλις έγινε αυτοκράτορας διέταξε να αποφυλακισθούν οι διωγμένοι Χριστιανοί και να επιστρέψουν στις επισκοπές τους οι εξόριστοι άγιοι Αρχιερείς. Τότε γύρισε και στην πατρίδα του, την Κύπρο, ο άγιος Σπυρίδων.
Όλο το νησί τον υποδέχτηκε με πανηγυρικό τρόπο, με μεγάλη χαρά και αγαλλίαση. Την ημέρα που άγιος Σπυρίδων ήρθε στο νησί συνέβη και τούτο το καταπληκτικό. Ενώ τα καντήλια μέσα στο Ναό που λειτουργούσε ήτανε σβηστά, γιατί δεν είχανε μέσα λάδι, με θαυματουργικό τρόπο ανάψανε όλα με άπλετο φως και γεμίσανε λάδι.
15. ΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΥΨΙΣΤΟΥ
Ο άγιος μας αγαπούσε πολύ την προσευχή, γιατί μ’ αυτήν έβρισκε την ευκαιρία να συνομιλεί με τον Θεό και να αφήνει στα χέρια του Θεού την ζωή του όλη, καθώς και του ποιμνίου του.
Είτε στην προσωπική του προσευχή είτε στις διάφορες ακολουθίες της Εκκλησίας, όταν προσευχόταν, γινόταν όλος μια λαμπάδα φωτεινή που έκαιγε μπροστά στο Χριστό. Η προσευχή έβγαινε μέσα από την αγνή καρδιά του, όπως η λάβα μέσα από το ηφαίστειο, τόσο πυρφόρα ήταν!
Αγαπούσε τόσο πολύ το Χριστό, που και οι Άγγελοι στον ουρανό θαύμαζαν την αγγελική ζωή του!
Η καθαρή και αθώα καρδιά του είχε ελκύσει τόσο πολύ την θεία Χάρη, που όταν βρισκόσουν κοντά του δεν ήξερες αν αυτός ήταν ένας απλός άνθρωπος του Θεού ή ένας επί γης ένσαρκος άγγελος!
Εκεί, όμως, που ο άγιος λουζόταν ολόκληρος από θείο φως και φαινόταν πλέον ότι δεν ζούσε στη γη αλλά βρισκόταν όλη του η ύπαρξη στην αγκαλιά του Θεού και απολάμβανε τα ουράνια μυστικά της Βασιλείας του Θεού ήταν όταν λειτουργούσε τα Άχραντα Μυστήρια.
Από τη στιγμή που άρχιζε η ακολουθία του Όρθρου και της Θείας Λειτουργίας μεταμορφωνόταν σε επίγειο άγγελο, σε ένα χερουβίμ, όπως λέει χαρακτηριστικά και ο χερουβικός ύμνος:
«Οἱ τὰ Χερουβεὶμ μυστικῶς εικονίζοντες καὶ τῇ Ζωοποιῷ Τριάδι τὸν Τρισάγιον ὕμνον προσᾴδοντες…»
Έπαιρνε με ευλάβεια το πρόσφορο, το ψωμί δηλαδή εκείνο που έχει τυπωμένο το μονόγραμμα του Ιησού Χριστού, αφαιρούσε το τεμάχιο εκείνο του άρτου που με την επέλευση του αγίου Πνεύματος θα μεταβαλλόταν σε σώμα Χριστού και το έβαζε πάνω στην αγία Πρόθεση.
Αφού προσευχόταν πρώτα θερμά, άρχιζε να τοποθετεί πάνω στο άγιο δισκάριο, που συμβολίζει τη φάτνη του Χριστού, πρώτα το τεμάχιο του αγίου άρτου, το οποίο θα γίνει κατόπιν στην θεία λειτουργία Σώμα Χριστού, δίπλα του, στα δεξιά, τη μερίδα της Παναγίας και στα αριστερά τα εννέα τάγματα των αγίων. Έπειτα, μέσα στο άγιο Δισκοπότηρο, έβαζε γλυκό κρασί, το οποίο και αυτό με την χάρη του αγίου Πνεύματος θα μεταβληθεί σε Αίμα Χριστού. Στη συνέχεια, με δάκρυα αγάπης για το ποίμνιο που του εμπιστεύτηκε ο Θεός, άρχιζε να τοποθετεί μπροστά από τη μερίδα του Χριστού τις ψυχές των ανθρώπων, ξύνοντας απαλά ένα τεμάχιο άρτου από το πρόσφορο. Τα τρίμματα αυτά του άρτου, οι λεγόμενες «ψύχες» συμβολίζουν τις ψυχές των ανθρώπων που αποζητούν το θείο έλεος.
Την ώρα που οι ψάλτες έψαλλαν κατανυκτικά τον χερουβικό ύμνο «Οἱ τὰ Χερουβεὶμ μυστικῶς εικονίζοντες…» και προέτρεπαν τους πιστούς «πᾶσαν τὴν βιωτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν» διότι έπρεπε να υποδεχτούν τον βασιλιά Χριστό με τα αγγελικά τάγματα που τον συνόδευαν, «ὠς τὸν βασιλέα τῶν ὃλων ὑποδεξόμενοι», «ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν», ο άγιος σκιρτούσε όλος από χαρά και ευτυχία, γιατί έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του τα πλήθη των αγγελικών δυνάμεων που υπηρετούσαν, με φόβο και σεβασμό, τον παντοκράτορα Θεό και με ουράνιες μελωδίες υμνολογούσαν τη θεία δόξα Του.
Εκεί, όμως, που έβλεπες την συγκίνησή και την κατάνυξη της ψυχής του να κορυφώνεται ήταν η στιγμή που οι ψάλτες έψαλλαν το «Σὲ ὑμνοῦμεν…» και γινόταν ο καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων. Σκιρτούσε η καρδιά του από άπειρη αγάπη και από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα χαράς, συγκίνησης και ευτυχίας καθώς έβλεπε τη Χάρη του παναγίου Πνεύματος να κατεβαίνει στην αγία Τράπεζα και να μεταμορφώνει το ψωμί σε Σώμα Χριστού και το κρασί σε Αίμα Χριστού, ενώ οι Άγγελοι φτερουγίζουν γύρω από τον Κύριο της δόξης και υμνολογούν με θεσπέσιους ύμνους Τον Βασιλιά του κόσμου.
Ποιος, όμως, μπορούσε να περιγράψει την ευτυχία του όταν, μετά το «Πρόσχωμεν. Τά Ἅγια τοῖς Ἁγίοις» ερχόταν η ώρα που θα μεταλάμβανε τα άγια Δώρα, δηλαδή το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Γινόταν όλος φωτιά και φως από την αγάπη που είχε μέσα στην καρδιά του για τον πολυαγαπημένο του εσταυρωμένο Θεό. Και όταν έριχνε μέσα στο άγιο Δισκοπότηρο τις πολυάριθμες «ψύχες», τις ψυχές των ανθρώπων, ένας απέραντος θαυμασμός ζωγραφιζόταν στο αγγελικό του πρόσωπο, επειδή έβλεπε τους αγγέλους να βουτούν την πύρινη ρομφαία τους στο Αίμα του Χριστού και με αυτό να ξεπλένουν τα αμαρτήματα όλων εκείνων των ψυχών!
16. ΨΑΛΛΟΥΝ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΟΙ AΓΓΕΛΟΙ
Πολλές φορές η συμπεριφορά του μέσα στις διάφορες ακολουθίες της Εκκλησίας έδειχνε πως ο άγιος μας έβλεπε ουράνιες οπτασίες, μα, κανείς δεν μπορούσε να μάθει τι έβλεπε.
Μερικές φορές, επέτρεπε ο Θεός να γίνονται κάποια απ’ αυτά τα θαυμάσια γεγονότα γνωστά, για να πληροφορηθούν και οι υπόλοιποι το πόσο ο Θεός αγαπούσε τον άξιο και πιστό δούλο του.
Ένα απόγευμα και ενώ ο ήλιος έπαιρνε να δύσει, μπήκε ο άγιος μας στην εκκλησία για να κάνει μόνος του τον Εσπερινό. Μόνο ο Διάκος του βρισκόταν μέσα στην εκκλησία για να ανάψει τα καντηλάκια.
Ο άγιος Σπυρίδων φόρεσε το πετραχήλι και άρχισε τον Εσπερινό. Τότε έγινε κάτι το πολύ θαυμαστό. Ενώ ο άγιος έλεγε τα λόγια που πρέπει να πει ο ιερέας, άγγελοι από τον ουρανό ανέλαβαν χρέη ψαλτάδων! Μια θεία μελωδία από γλυκές αγγελικές φωνές έψαλλαν μαζί με τον άγιο μας τον Εσπερινό και η ουράνια αυτή μελωδία ακουγόταν μακριά, μέχρι τους αγρούς όπου οι άνθρωποι δούλευαν ακόμα σ’ αυτούς.
Έκπληκτοι από την παναρμόνια αυτή πρωτάκουστη μελωδία, άφησαν όλοι τις δουλειές τους και ήρθαν στην εκκλησία για να ακούσουν από κοντά την υπέροχη αυτή χορωδία.
Πόση ήταν όμως η έκπληξη τους, όταν μπήκαν μέσα στην εκκλησιά και είδαν πως δεν υπήρχε κανείς άλλος, εκτός από τον άγιο Δεσπότη τους και τον Διάκο του!
Κατάλαβαν τότε πως οι ψάλτες της υπέροχης αυτής χορωδίας που άκουγαν δεν ήταν άλλοι από τους αγγέλους, που έψαλλαν μαζί με τον άγιο την ακολουθία του Εσπερινού! Τότε δόξασαν τον Θεό για τον άγιο άνθρωπο που τους χάρισε να έχουν για ποιμένα και διδάσκαλό τους.
17. ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΛΥΧΝΟΥ
Μια άλλη φορά, πάλι, μπήκε ο άγιος μας να κάνει τον Εσπερινό και να προσευχηθεί, όπως συνήθιζε, για τα φτωχά πνευματικά παιδιά του. Εκείνη την περίοδο, μια κακοκαιρία είχε καταστρέψει τους ελαιώνες ώστε ελάχιστοι άνθρωποι είχαν την τύχη να έχουν λίγο λαδάκι.
Την ώρα που γινόταν ο Εσπερινός και ενώ πήγαινε να τελειώσει η ακολουθία, είδε με μεγάλη λύπη να σβήνει από έλλειψη λαδιού το μεγάλο λυχνάρι που βρισκόταν πάνω στην Αγία Τράπεζα και φώτιζε τριγύρω.
Μια μυστική θερμή ικεσία βγήκε μέσα από την λυπημένη καρδιά του και ανέβηκε στον ουρανό.
Ο Θεός άκουσε την προσευχή του και ξαφνικά βλέπει να ανάβει ο λύχνος από άπλετο φως και να γεμίζει τόσο πολύ από λάδι ώστε να χύνεται άφθονο τριγύρω. Έτρεχε τόσο πολύ λάδι από το λυχνάρι, ώστε έτρεξαν οι πιστοί και έβαλαν από κάτω πολλά δοχεία για να τα γεμίσουν.
Αυτό ήταν άλλη μια ευκαιρία για να διδάξει ο καλός ποιμένας τα παιδιά του να έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού.
18. Ο ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΗΣ ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ
Όλα αυτά τα θαύματα που έκανε ο άγιος Σπυρίδων, γινόντουσαν από στόμα σε στόμα γνωστά παντού, ώστε οι Χριστιανοί να στερεώνονται περισσότερο στην πίστη του Χριστού και οι ειδωλολάτρες να σαγηνεύονται από τη χριστιανική θρησκεία.
Βέβαια, πολλοί ειδωλολάτρες δεν μπορούσαν εύκολα να πιστέψουν ότι πράγματι μπορούσε ένας άνθρωπος να κάνει τέτοια θαύματα, γι’ αυτό και επέτρεπε ο Θεός, μερικοί απ’ αυτούς, οι καλοπροαίρετοι, να έχουν προσωπική αντίληψη του θαύματος για να πιστέψουν ευκολότερα στο Χριστό.
Κάποια ευσεβής χριστιανή γυναίκα, που την έλεγαν Σωφρονία, είχε έναν τέτοιο καλοπροαίρετο ειδωλολάτρη για άντρα. Ο ειδωλολάτρης αυτός ήταν ένας καλός και ευγενικός άνθρωπος και σεβόταν πολύ τον άγιο Σπυρίδωνα. Η γυναίκα του, η Σωφρονία, τον αγαπούσε πολύ αλλά ήταν πολύ λυπημένη που ο άνδρας της ακόμα δεν αποφάσιζε να γίνει Χριστιανός. Για τον λόγο αυτό παρακαλούσε τον άγιο Σπυρίδωνα να βοηθήσει τον άντρα της και να τον φέρει κοντά στο Χριστό.
Μια μέρα ο άγιος μας ήταν προσκεκλημένος στο σπίτι της οικογένειας αυτής για να φάνε όλοι μαζί και να συζητήσουν για πνευματικά θέματα. Εκεί λοιπόν που τρώγανε, λέει ξαφνικά ο Άγιος σ’ έναν υπηρέτη:
– Άκουσε, παιδί μου, ο βοσκός μας αποκοιμήθηκε στους αγρούς και έχασε όλα τα πρόβατά του. Μόλις ξύπνησε δεν τα βρήκε πουθενά, αν και έψαξε παντού. Είναι πολύ στεναχωρημένος, γι’ αυτό και έστειλε άνθρωπο να με βρει για να τον βοηθήσω. Ο απεσταλμένος του έρχεται τώρα στο σπίτι αυτό και είναι έξω από την πόρτα. Πήγαινε, λοιπόν, και πες του ότι ο βοσκός βρήκε τελικά τα πρόβατα στο τάδε μέρος, και ονομάτισε το μέρος, γι’ αυτό να γυρίσει τώρα ήσυχος πίσω στη δουλειά του!
Ο ειδωλολάτρης σύζυγος της Σωφρονίας, που παρακολουθούσε έκπληκτος όλη τη συζήτηση, απορούσε πως μπορούσε ο άγιος Σπυρίδων να ξέρει ακριβώς τι είχε συμβεί στον τσοπάνο και αμφισβητούσε την αλήθεια των γεγονότων. Ξαφνικά, να, και δεύτερος απεσταλμένος από τον τσοπάνο έρχεται στο σπίτι για να ευχαριστήσει τον άγιο και να επιβεβαιώσει την αλήθεια της πρόρρησης του αγίου, ότι δηλαδή βρέθηκαν τα πρόβατα και μάλιστα στο συγκεκριμένο σημείο που τους είχε πει ο Άγιος.
Η θαυμάσια αυτή προορατικότητα του αγίου μας έκανε τον ειδωλολάτρη σύζυγο της Σωφρονίας να εγκαταλείψει αμέσως την ειδωλολατρία και να ασπαστεί τον Χριστιανισμό.
19. Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΦΥΛΛΙΟΥ
Ο άγιος Σπυρίδων έβγαλε πολλούς καλούς και άγιους μαθητές. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Τριφύλλιος, ο οποίος αξιώθηκε να γίνει και επίσκοπος Λήδρας, της σημερινής Λευκωσίας.
Ο Τριφύλλιος ήταν ένας πολύ ευσεβής, ελεήμων και ευγενικός άνθρωπος. Τον αγαπούσε πολύ ο άγιος Σπυρίδων για την απλή και αθώα ψυχή του, που έμοιαζε πολύ με την καρδιά ενός μικρού παιδιού. Τακτικά τον έπαιρνε μαζί του σε διάφορες περιοδείες αλλά και σε περιπάτους κάτω από τα βαθύσκια πλατάνια του γειτονικού δάσους για να συζητά μαζί του πνευματικά θέματα. Εκεί έβρισκε την ευκαιρία να του μιλά για τις ουράνιες χαρές του Παραδείσου και τη δόξα που ο Κύριος χαρίζει σ’ όλους εκείνους που δίνουν όλη την αγάπη της καρδιάς τους αποκλειστικά στο Θεό.
Μια μέρα, σ’ έναν τέτοιο περίπατο ανάμεσα σ’ ένα πανέμορφο περιβόλι με πλήθος καρποφόρα δένδρα και τρεχούμενα νερά, ο Τριφύλλιος σαγηνεύτηκε τόσο πολύ από την ομορφιά του τοπίου, που ο νους του άφησε αμέσως την ενασχόλησή του με τα ωραία του Παραδείσου και πεθύμησε πολύ να αποκτήσει κι αυτός ένα τέτοιο περιβόλι.
Ο άγιος, που είχε το χάρισμα να καταλαβαίνει τους συλλογισμούς και τις σκέψεις των άλλων, κατάλαβε αμέσως την υλική επιθυμία του μαθητή του, γι’ αυτό, για να τον προφυλάξει από το πάθος της φιλοκτημοσύνης, του λέει:
– Γιατί βάζεις, παιδί μου, στην καρδιά σου ψεύτικα και φθαρτά πράγματα; Γιατί επιθυμείς δένδρα, χωράφια και περιβόλια; Εμείς έχουμε στον ουρανό τα αιώνια και άφθαρτα άνθη του Παραδείσου, που με τίποτε δεν συγκρίνονται με όλες τις ομορφιές της γης! Αυτά, παιδί μου, να σκέφτεσαι, να επιθυμείς και να ζητάς, διότι είναι τα μόνα αληθινά και αιώνια!
Ο Τριφύλλιος κατάλαβε αμέσως το λάθος του και ζήτησε συγνώμη από τον Άγιο. Έκτοτε δεν πεθύμησε ποτέ τίποτε προσωρινό και υλικό πάνω σ’ αυτή τη γη. Έζησε δε ζωή αγία και ενάρετη και αξιώθηκε από το Θεό πολλών χαρισμάτων.
20. ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟ
Με τον Μέγα Κωνσταντίνο αυτοκράτορα του Ρωμαϊκού Κράτους η Εκκλησία του Χριστού απολαμβάνει εδώ και πολύ καιρό ειρήνη και γαλήνη. Οι Χριστιανοί ελεύθερα και χωρίς φόβο λατρεύουν τώρα πλέον τον Χριστό φανερά στις μεγάλες εκκλησιές που χτίζονται παντού σ’ όλη την αυτοκρατορία. Σε Ανατολή και Δύση κηρύττεται το όνομα του Χριστού και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βαπτίζονται Χριστιανοί. Η θρησκεία των ειδώλων όλο και συρρικνώνεται και η επιρροή της ανάμεσα στον κόσμο όλο και ελαττώνεται.
Η τρομακτική αύξηση του Χριστιανισμού κάνει τον δαίμονα να λυσσάει από το κακό του και να ψάχνει νέους τρόπους για να πολεμήσει την αλήθεια του Ευαγγελίου. Τώρα εφευρίσκει καινούριο όπλο για να πειράξει με τις σατανικές ραδιουργίες του την Εκκλησία. Το νέο όπλο λέγεται «πλάνη» και είναι πιο τρομερό, πιο δυνατό και πιο αποτελεσματικό από τα προηγούμενα όπλα του, τους διωγμούς δηλαδή και τα βασανιστήρια.
Σύμμαχος πολύτιμος, για το καινούριο σατανικό του έργο, βρέθηκε τώρα ο αιρετικός Άρειος, ένας πλανεμένος στην πίστη κληρικός της Εκκλησίας.
Ο Άρειος, ο οποίος υπηρετούσε ως πρεσβύτερος σε μια εκκλησία στην Αλεξάνδρεια, είχε μεγάλη φιλοσοφική μόρφωση και ρητορική δεινότητα και κήρυττε την αίρεση, ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός αλλά κτίσμα και δημιούργημα του Θεού.
Η αιρετική διδασκαλία του προκάλεσε μεγάλο σάλο και αναταραχή στην Εκκλησία, γιατί με δαιμονικά τεχνάσματα και επιχειρήματα ανέτρεπε εξ ολοκλήρου όλη την πίστη της πρώτης Χριστιανικής Εκκλησίας των Μαρτύρων. Δυστυχώς τις πεποιθήσεις του αυτές τις συμμερίστηκαν και πολλοί άλλοι φιλόσοφοι και ανώτεροι κληρικοί, όπως οι μητροπολίτες Νικομηδείας Ευσέβιος, ο Νικαίας Θεογένης, και ο Χαλκηδόνος Μακάριος.
Η Εκκλησία του Χριστού, προκειμένου να διαφυλάξει την αλήθεια της πίστης και να προφυλάξει από τον μεγάλο αυτό πειρασμό τα παιδιά Της, συγκάλεσε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ. την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, στην οποίαν παρέστησαν ο αυτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος και 318 θεοφόροι Πατέρες, για να αποστομώσουν και να καταδικάσουν τον Άρειο.
Ανάμεσα στους θεοφόρους αυτούς Πατέρες, τους γίγαντες της ορθοδόξου πίστης και μεγάλους φωστήρες της αγίας μας Εκκλησίας, ήταν και ο άγιος Σπυρίδων.
Αυτός άκουσε με προσοχή όσα ο Άρειος με ρητορική δεινότητα κήρυττε κατά του Υιού και Λόγου του Θεού, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, και τρόμαξε από τη φοβερή πλάνη που ο δαίμονας χτυπούσε δια του Αρείου την αγία μας Εκκλησία.
Μαζί με τον Άρειο ήταν και ένας άλλος πολύ δυνατός φιλόσοφος και ρήτορας ο οποίος, με τη μεγάλη εμπειρία που είχε στο λόγο αλλά και τα δυνατά επιχειρήματα που χρησιμοποιούσε, αποστόμωνε πολλούς και δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα και στεναχώρια στους Ορθοδόξους.
Μάταια οι θεοφόροι Πατέρες ύψωναν τις σοφές και φωτισμένες φωνές τους για να τους εξηγήσουν την αλήθεια και να τους αποδείξουν πόσο πλανεμένοι ήταν!
Η μεγάλη φιλοσοφική και ρητορική δεινότητα του Αρείου και των πέριξ αυτού τους βοηθούσε να τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα στον κατήφορο της ψευτιάς, της αίρεσης και της βλαστήμιας.
21. ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΜΕ ΤΟ ΚΕΡΑΜΙΔΙ
Ο άγιος Σπυρίδων κατάλαβε ότι ήρθε η στιγμή της μεγάλης αναμέτρησης. Αφού πρώτα προσευχήθηκε πολύ μέσα απ’ τα βάθη της καρδιάς του για να τον φωτίσει ο Χριστός τι να κάνει και πώς να μιλήσει, σηκώθηκε και, με βροντερή φωνή, λέει:
– Έλα εδώ, φιλόσοφε, να μιλήσουμε μαζί.
Οι άλλοι Πατέρες, επειδή ήξεραν ότι ο άγιος Σπυρίδων μπορεί να ήταν αγνός και άγιος αλλά δεν είχε μεγάλη μόρφωση, δεν τον άφηναν να μιλήσει, από φόβο μήπως τον γελοιοποιήσει ο Άρειος. Ο Άγιος μας, όμως, δεν κάνει πίσω. Γνωρίζει καλά, πως με τα λόγια δεν πρόκειται να νικήσουν τον Άρειο. Μόνο θεϊκή επέμβαση και ένα μεγάλο θαύμα μπορεί να διαλύσει τα σατανικά επιχειρήματα και τους ψεύτικους συλλογισμούς του Άρειου. Κοιτάζει κατάματα τον φιλόσοφο και του λέει:
– Εμείς πιστεύουμε ότι ένας είναι ο Δημιουργός όλου του κόσμου. Με τον Λόγο και το Πνεύμα Του, έγινε ο ουρανός και η γη, η θάλασσα και όλα μέσα σ’ αυτή, καθώς και όλα τα πλάσματα πάνω στη γη, τα ζώα, τα φυτά και όλες οι ομορφιές σ’ αυτή τη γη. Τέλος έγινε ο άνθρωπος, το τελειότερο και θαυμάσιο αυτό Δημιούργημα. Όσον αφορά τον Χριστό, εμείς γνωρίζουμε ότι είναι Υιός και Λόγος του Θεού αληθινός, καθώς και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος γράφει στην αρχή του Ευαγγελίου του: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Αυτός ο Υιός και Λόγος του Θεού γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία, σταυρώθηκε και τάφηκε σαν άνθρωπος, αλλά αναστήθηκε σαν Θεός. Τούτον γνωρίζουμε και ομολογούμε Ομοούσιο προς τον Πατέρα, Σύνθρονο, Ομότιμο και Ομόδοξο. Αν και η Αγία Τριάς είναι τρία διαφορετικά πρόσωπα και τρεις Υποστάσεις, εν τούτοις Ένας είναι ο Θεός. Να το καταλάβει κανείς αυτό δεν είναι εύκολο, γιατί ο ανθρώπινος νους είναι πολύ μικρός για να χωρέσει το άπειρο πέλαγος της Θεότητας. Θέλεις τώρα να δεις με τα μάτια σου αυτό που δεν μπορείς να καταλάβεις με το μυαλό σου;
Ενώ έλεγε τα τελευταία λόγια ο Άγιος μας, πήρε από κάτω ένα κεραμίδι, το σήκωσε ψηλά για να το δουν όλοι καλά και λέει:
– Κοίταξε, φιλόσοφε, αυτό το κεραμίδι. Αν σε ρωτήσω πόσα πράγματα κρατώ στο χέρι μου, τι θα απαντήσεις;
– Μα μόνο ένα πράγμα κρατάς στο χέρι σου, του απαντά ο φιλόσοφος.
– Και όμως! Αυτό που εσείς λέτε ένα δεν είναι ένα και θα σας το αποδείξω αμέσως!
Ο Άγιος μας κάνει πρώτα με το δεξί του χέρι το σημείο του σταυρού πάνω στο κεραμίδι που κρατά με το άλλο του χέρι και λέει: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς».
Τότε, μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλης της Συνόδου, γίνεται μέγα θαύμα. Από το κεραμίδι που κρατά στα χέρια του ο Άγιος μας, ανεβαίνει φλόγα φωτιάς με την οποία ψήθηκε το κεραμίδι.
Ο Άγιος Σπυρίδων, πλημμυρισμένος από τη Χάρη του Θεού, συνεχίζει: «καὶ τοῦ Υἱοῦ».
Νέο θαύμα προκαλεί τον θαυμασμό όλων. Από το ξερό κεραμίδι έτρεξε κάτω νερό, το οποίο χρειάστηκε για να γίνει πηλός η σκόνη του κεραμιδιού.
Επιφωνήματα χαράς και ενθουσιασμού ξέφυγαν από τα χείλη όλων των Ορθοδόξων και πικρία στις τάξεις των αιρετικών.
Το θαύμα, όμως, δεν τέλειωσε αλλά συνεχίζεται. Ο θαυματουργός άγιος φωνάζει δυνατά: «καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Τότε στα χέρια του αγίου Σπυρίδωνα έμεινε μόνο η σκόνη, το χώμα από το κεραμίδι!
– Όπως το κεραμίδι έγινε από τρία υλικά, φωτιά, νερό και χώμα αλλά είναι ένα, συνέχισε να λέει ο άγιος Σπυρίδων, έτσι συμβαίνει και με την Αγία Τριάδα. Είναι τρία πρόσωπα αλλά Ένας και μοναδικός Θεός!
Όταν τέλειωσε το θαύμα, ο φιλόσοφος των Αρειανών βουβάθηκε. Δεν μπορούσε να πει τίποτε, αλλά ούτε και να αμφισβητήσει το μεγάλο θαύμα που είδε με τα ίδια του τα μάτια να γίνεται μπροστά του. Γι’ αυτό, στρέφεται στον Άγιο μας και του λέει:
– Δέχομαι και ομολογώ, άγιε άνθρωπε, όσα είπες και έκανες. Μέχρι τώρα υποστήριζα τις απόψεις μου με την δύναμη της ρητορικής μου τέχνης και με βάσει μόνο την ανθρώπινη λογική. Τώρα, όμως, με το θαύμα που έκανες, ομολογώ ότι νικήθηκα. Από τώρα πιστεύω και εγώ όπως πιστεύεις και εσύ, άγιε Γέροντα. Συμβουλεύω δε όλους τους πρώην ομόφρονές μου και τον Άρειο να μετανοήσουν για τις βλάσφημες δοξασίες, που μέχρι τώρα κήρυτταν, και να τις αποκηρύξουν ως αιρετικές.
Τα λόγια αυτά του πρώην κορυφαίου φιλοσόφου και ρήτορα των Αρειανών ντρόπιασαν και απογοήτευσαν όλους τους αιρετικούς, ενώ, αντίθετα, στις τάξεις των Ορθοδόξων επικράτησε χαρά, ανακούφιση και ενθουσιασμός.
Με το θαύμα αυτό έδωσε ο άγιος Σπυρίδων τη χαριστική βολή στον πόλεμο κατά της αίρεσης του Αρείου, με αποτέλεσμα να διασπαστούν οι οπαδοί του Αρείου, να ενισχυθούν στην πίστη τους οι Ορθόδοξοι και να θριαμβεύσει η Εκκλησία.
Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση του Αρειανισμού και αναθεμάτισε τον εμπνευστή της Άρειο.
Το δόγμα της Αγίας Τριάδος και το «ομοούσιο» του Υιού και Λόγου του Θεού κατοχυρώθηκαν.
Ο βασιλιάς Μ. Κωνσταντίνος και οι Αρχιερείς δεν ήξεραν με ποιο τρόπο να τιμήσουν τον γνήσιο δούλο του Θεού. Ο άγιος Σπυρίδων, αποφεύγοντας τις εγκόσμιες δόξες και τα προσωρινά μεγαλεία, σαν απλός και ταπεινός που ήταν, γύρισε πίσω στην Κύπρο, στην Τριμυθούντα, κοντά στα λογικά πρόβατα που του εμπιστεύτηκε ο Θεός.
22. ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΝΕΚΡΗ ΚΟΡΗ ΤΟΥ
Όταν επέστρεψε ο άγιος Σπυρίδων στην Κύπρο, τον περίμενε μια θλιβερή είδηση. Το μονάκριβο κορίτσι του, η μικρή του αγαπημένη Ειρήνη, όσο αυτός βρισκόταν στη Σύνοδο, είχε αρρωστήσει βαριά και μετά από λίγο πέθανε. Έφυγε απ’ αυτή τη ζωή αγνή και καθαρή. Είχε φυλάξει την παρθενία της για χάρη του Χριστού και αγωνιζόταν με προσευχές και φιλανθρωπίες να μοιάσει του αγίου πατέρα της, στον οποίο ήταν πολύτιμος βοηθός και συνεργάτης. Για το λόγο αυτό λυπήθηκε πολύ ο άγιος μας αλλά υπέμεινε με θαυμαστή καρτερία τη θλίψη του θανάτου της αγαπημένης του κορούλας.
Σαν να μην έφτανε, όμως, η μεγάλη του αυτή στεναχώρια, ήρθε να προστεθεί και άλλη μία. Τον επισκέφτηκε στο σπίτι του μια γυναίκα και κλαίγοντας απαρηγόρητα του είπε:
– Είχα δώσει, άγιε μας Πατέρα, στη κόρη σου, πριν αυτή πεθάνει, ένα πολύτιμο κόσμημα για να μου το φυλάξει. Πέθανε, όμως, αυτή ξαφνικά και εγώ δεν πρόλαβα να το πάρω πίσω.
Ο άγιος μας έψαξε όλο το σπίτι, στην προσπάθειά του να βρει που το είχε κρύψει η κόρη του, αλλά πουθενά δεν το βρήκε. Έβαλε και άλλους να ψάξουν, μήπως το βρουν εκείνοι. Μάταια, το κόσμημα δεν βρισκόταν πουθενά.
Ο άγιος Σπυρίδων έσκυψε το κεφάλι και προσευχήθηκε με πίστη για να του αποκαλύψει ο Θεός τι να κάνει. Έτσι ενεργούν οι άγιοι στο κάθε πρόβλημα της ζωής. Μέσα από την προσευχή παρακαλούν το Θεό να τους αποκαλύψει ποιο είναι το θέλημά του και τι πρέπει να κάνουν.
Τότε παίρνει τη γυναίκα και τους άλλους και πάνε όλοι μαζί πάνω από τον τάφο της κόρης του. Εκεί, σαν να ήταν ζωντανή η κόρη του, τη ρωτά:
– Ειρήνη, παιδί μου, που έβαλες το χρυσό κόσμημα της γυναίκας;
Μέσα από τον τάφο, μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων, ακούστηκε η φωνή της κόρης του που απαντούσε στον πατέρα της:
– Στο τάδε σημείο το έχω φυλαγμένο πατέρα μου.
Έπειτα, όλοι μαζί πήγαν στο συγκεκριμένο μέρος που τους υπέδειξε η πεθαμένη κόρη του, και πράγματι βρήκαν εκεί το χρυσό κόσμημα της γυναίκας.
Το θαύμα αυτό προκάλεσε το θαυμασμό όλων όσων βρέθηκαν εκείνη τη στιγμή εκεί, καθώς και του υπόλοιπου κόσμου που το έμαθε αργότερα, και όλοι μαζί δόξαζαν τον Θεό που τους έδωσε να έχουν για Ποιμένα τους ένα τόσο μεγάλο και θαυματουργό άγιο.
23. Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
Ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος, γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ενώ βρισκόταν κάποτε στην Αντιόχεια, αρρώστησε βαριά. Ήταν τέτοια η αρρώστια, που κανείς γιατρός δεν μπορούσε να τον γιατρέψει. Οι μέρες κυλούσαν και η αρρώστια έφερνε τον βασιλιά όλο και πιο κοντά στον θάνατο. Θλίψη και στεναχώρια πλημμύρισαν την ψυχή του βασιλιά, ο οποίος, όταν είδε πως καμιά ανθρώπινη δύναμη δεν μπορούσε να τον θεραπεύσει, άφησε όλες του τις ελπίδες στο Θεό. Προσευχόταν ταπεινά και με ευλάβεια κάθε μέρα στο Θεό παρακαλώντας Τον να τον θεραπεύσει.
Μια νύχτα, ενώ προσευχόταν θερμά πάνω στο κρεβάτι του πόνου, τον πήρε για λίγο ο ύπνος και βλέπει ένα παράξενο όνειρο. Ένας άγγελος Κυρίου τον παίρνει σε ένα τόπο όπου ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί επίσκοποι. Στο μέσο αυτών στεκόντουσαν δυο επίσκοποι, οι οποίοι ξεχώριζαν από τους άλλους, λες και ήταν τιμώμενα πρόσωπα. Του λέει τότε ο άγγελος:
– Βλέπεις αυτούς τους δυο επισκόπους, βασιλιά; Μόνο αυτοί μπορούν να σε γιατρέψουν.
Από την αγωνία του ο βασιλιάς ξύπνησε αμέσως και προσπάθησε να βρει ποιοι ήταν οι δύο εκείνοι επίσκοποι που του έδειξε ο άγγελος, γιατί ούτε τα ονόματά τους άκουσε στο όνειρό του αλλά ούτε και τις πατρίδες των αρχιερέων.
Επειδή δεν μπορούσε μόνος του να τους βρει, διέταξε να συγκεντρωθούν στο παλάτι του όλοι οι επίσκοποι της Επαρχίας του, μήπως έτσι μπορέσει να τους βρει.
Απογοητεύτηκε, όμως, όταν δεν είδε στη συγκέντρωση αυτή τους επισκόπους του ονείρου του. Ψάχνοντας τους καταλόγους για να δει ποιοι απουσίαζαν ακόμα, βλέπει ότι έλειπαν ακόμα οι επίσκοποι της Κύπρου. Στέλνει αμέσως αγγελιαφόρους να τους προσκαλέσει και αυτούς στα ανάκτορα.
Ο άγιος Σπυρίδων, μόλις έλαβε την πρόσκληση, πήρε μαζί και τον ενάρετο φίλο του Τριφύλλιο, ο οποίος εδώ και λίγο καιρό είχε χειροτονηθεί επίσκοπος Λήδρας (της σημερινής Λευκωσίας), και ήρθαν στην Αντιόχεια.
Έτσι όπως ήταν ντυμένοι απλά, ταπεινά και φτωχικά θέλησαν να μπουν στα ανάκτορα.
Οι υπηρέτες του παλατιού, οι οποίοι δεν μπορούσαν να φανταστούν πως οι δυο φτωχοντυμένοι άνθρωποι, που τους ζητούσαν να περάσουν μέσα στο παλάτι για να δουν τον βασιλιά, ήταν οι δυο άγιοι αρχιερείς της Κύπρου, όχι μόνο δεν τους επέτρεψαν την είσοδο στο παλάτι αλλά και τους απομάκρυναν απ’ αυτό με βρισιές και ραπίσματα.
Βέβαια, δεν άργησε να μετανιώσει ο υπηρέτης εκείνος, που χαστούκισε τον άγιο μας, όταν έμαθε πως ο φτωχοντυμένος εκείνος δεν ήταν άλλος από τον ένδοξο και θαυματουργό άγιο Σπυρίδωνα. Έτρεξε, έπεσε στα πόδια του αγίου και του ζήτησε συγνώμη για το άσχημο φέρσιμό του. Ο ανεξίκακος ιεράρχης αμέσως τον συγχώρεσε, δίνοντας του πολύτιμες συμβουλές καλής συμπεριφοράς.
Μετά απ’ αυτό, ανέβηκαν στο παλάτι και μπήκανε στην αίθουσα του θρόνου, όπου και τους περίμενε ο βασιλιάς. Θαυμασμός κυρίεψε τον Τριφύλιο, βλέποντας τόση πολυτέλεια και πλούτο μέσα στο παλάτι. Ο άγιος μας κατάλαβε τις σκέψεις του νεαρού φίλου του και του λέει:
– Γιατί απορείς και θαυμάζεις; Μήπως και ο βασιλιάς δεν πεθαίνει και δεν γίνεται χώμα μέσα στον τάφο όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι; Γιατί λοιπόν εντυπωσιάζεσαι από τον ψεύτικο αυτό και φθαρτό πλούτο;
24. ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ
Εντωμεταξύ, ο βασιλιάς, τους περίμενε με αγωνία. Μόλις αναγνώρισε στο πρόσωπο του αγίου Σπυρίδωνα τον ένα από τους δυο επισκόπους που είδε στο όνειρό του, χάρηκε πολύ. Σηκώθηκε από τον θρόνο του και έτρεξε γρήγορα κοντά στον θαυματουργό άγιο. Γονάτισε μπροστά του, έσκυψε το κεφάλι του και με βαθιά ευλάβεια και ταπείνωση τον παρακάλεσε να τον ευλογήσει και να γιατρέψει την ασθένειά του.
Ο άγιος Σπυρίδων έβαλε τότε το αγιασμένο χέρι του πάνω στο κεφάλι του βασιλιά και προσευχήθηκε θερμά υπέρ της υγείας του. Δεν πρόλαβε να κατεβάσει το χέρι του από το βασιλικό κεφάλι και το μεγάλο θαύμα είχε γίνει. Ο βασιλιάς ένιωσε να φεύγουν οι πόνοι της αρρώστιας του και να γίνεται τελείως καλά. Είχε γιατρευτεί πλήρως.
Το θαύμα διαδόθηκε αστραπιαία σ’ όλο το παλάτι αλλά και σ’ όλο τον κόσμο της Αντιόχειας. Το όνομα του αγίου Σπυρίδωνα ήταν στο στόμα όλου του κόσμου που, από τη χαρά της γιατρειάς του ευσεβή βασιλιά τους, έστησαν παντού ξέφρενα πανηγύρια.
Ο βασιλιάς χαρούμενος και ευτυχισμένος, που βρήκε την υγεία του, δεν ήξερε με ποιον τρόπο να ευχαριστήσει τον άγιο μας.
Ο άγιος Σπυρίδων του είπε πως το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να του δώσει ήταν μια υπόσχεση πως θ’ αγαπά τον Θεό με την καρδιά του, θα φυλάττει την ορθόδοξη πίστη, θα είναι φιλάνθρωπος προς όλους τους φτωχούς και δυστυχισμένους υπηκόους του και θα είναι δίκαιος προς όλους.
Ο βασιλιάς υποσχέθηκε στον άγιο μας να τηρήσει όλες τις συμβουλές του και μετά πήρε αρκετό χρυσάφι από το θησαυροφυλάκιο για να του δώσει.
Ο άγιος Σπυρίδων αρνήθηκε να το πάρει, λέγοντας:
– Νομίζεις, βασιλιά μου, πως ήρθα εδώ για να πάρω χρυσάφι; Πιστεύεις πως μου αρέσει το χρυσάφι, το οποίο είναι η αιτία όλων των συμφορών και της αδικίας στον κόσμο; Όποιος επιθυμεί χρήματα και χρυσάφι γίνεται αιχμάλωτός τους και με την θέλησή του δυστυχισμένος.
Παρά ταύτα, με φορτικό τρόπο τον παρακαλούσε ο βασιλιάς να πάρει το χρυσάφι και να το δώσει όπου ο άγιος μας ήθελε.
Αναγκασμένος, από τις πολλές παρακλήσεις του βασιλιά, πήρε ο άγιος Σπυρίδων το χρυσάφι αλλά μόλις βγήκε έξω από την πόλη το μοίρασε όλο σε φτωχούς, αναπήρους, χήρες, ορφανά και γενικά σ’ όσους δυστυχισμένους έβρισκε.
25. ΑΝΑΣΤΑΙΝΕΙ ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΠΑΙΔΙ
Μέχρι να φύγει το καράβι για Κύπρο, ο άγιος Σπυρίδων διέμενε στο σπίτι ενός ευσεβή χριστιανού στην πόλη της Αντιόχειας.
Μια μέρα, ενώ συζητούσε διάφορα πνευματικά θέματα με έναν ευλαβή και ενάρετο φίλο του, τον Διάκονο Αρτεμίδωρο, έρχεται να τον βρει σ’ αυτό το σπίτι μια γυναίκα ξένη, κρατώντας στα χέρια της το νεκρό παιδί της. Με δάκρυα γοερά και αναστεναγμούς άφησε το νεκρό παιδί μπροστά στα πόδια του και τον παρακαλούσε να την λυπηθεί. Του έλεγε με νεύματα, επειδή δεν ήξερε να μιλά καθόλου ελληνικά, πως το είχε μοναχοπαίδι και τώρα αυτό ήταν νεκρό.
Την λυπήθηκε ο άγιος μας και έκλαψε μαζί της. Μα, από μεγάλη ταπείνωση, έλεγε πως δεν ήταν άξιος να κάνει ένα τόσο μεγάλο θαύμα. Ποτέ, εξάλλου, δεν του είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο και ο δισταγμός, στο να ζητήσει από το Θεό αυτό το χάρισμα, ήταν πολύ μεγάλος. Οι αναστεναγμοί και τα πικρά δάκρυα της χαροκαμένης αυτής μάνας, του ξέσχιζαν την καρδιά. Συμβουλεύτηκε τότε τον φίλο του Αρτεμίδωρο τι να κάνει.
Ο Αρτεμίδωρος σαν άκουσε τους δισταγμούς του αγίου μας του είπε:
– Είναι φανερό πως ο Θεός ακούει τις προσευχές σου. Αφού γιάτρεψες το βασιλιά, πως μπορείς να αφήσεις τους δυστυχισμένους φτωχούς; Γι’ αυτό, παρακάλεσε τον Κύριο να ζωντανέψει και το παιδί αυτό της πικραμένης αυτής μάνας.
Τότε, ο άγιος μας γονατίζει και προσεύχεται θερμά στον πολυαγαπημένο του Σωτήρα και Λυτρωτή να σπλαχνιστεί τη μάνα και να ζωντανέψει το παιδί της.
Ο Θεός ακούει την προσευχή του αγίου μας και κάνει το μεγάλο θαύμα. Το αίμα κύλισε και πάλι στις φλέβες του νεκρού παιδιού και το μικρό άρχισε να κλαψουρίζει. Ζητούσε τη μητέρα του!
Η μητέρα του, βλέποντας να επιστρέφει η ζωή στο νεκρό σωματάκι του παιδιού της, τα χάνει. Δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπει. Η υπερβολική χαρά κάνει την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή, μέχρι που οι αισθήσεις της την εγκαταλείπουν και πέφτει κάτω νεκρή.
Ο Αρτεμίδωρος παρακαλεί τον άγιο μας να συνεχίσει την προσευχή του και να αναστήσει τώρα και τη μάνα, ώστε να μη μείνει το μικρό παιδί ορφανό από την έλλειψη της μάνας του.
Ο άγιος συνεχίζει την θερμή προσευχή του και μετά γυρνώντας προς τη νεκρή μάνα, κάνει πάνω της το σημείο του Σταυρού και λέει:
– Στο όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, αναστήσου.
Με τα λόγια αυτά δεύτερο θαύμα ακολούθησε. Η νεκρή μάνα πήρε ζωή και, αφού για μια στιγμή κοίταξε σαστισμένη τριγύρω της, έπειτα πήγε κοντά στο παιδί της. Με λαχτάρα μητρική το αγκάλιασε, ευχαριστώντας τον Θεό και μετά τον άγιο Σπυρίδωνα για το καλό που της έκανε με τις θαυματουργές προσευχές του.
26. ΓΚΡΕΜΙΖΕΙ ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
Όσο ο Χριστιανισμός εξαπλωνόταν με μεγάλη ταχύτητα σ’ όλη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, τόσο η θρησκεία των ειδώλων έχανε την αίγλη και την πρωτινή μεγάλη επιρροή της πάνω στις ψυχές των ανθρώπων. Αν δεν υπήρχαν και τα διάφορα αγάλματα των θεών που στόλιζαν ακόμα τους ελάχιστους ειδωλολατρικούς ναούς, κάποιους κήπους, και άλλα κεντρικά σημεία των πόλεων, θα έλεγε κανείς πως η θρησκεία των ψεύτικων θεών ήταν ήδη παρελθόν.
Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, άνδρας ευσεβής και ενάρετος, στεναχωριόταν που έβλεπε να υπάρχουν ακόμα αυτά τα είδωλα και να χάνονται ανθρώπινες ψυχές από τη λατρεία αυτή των ειδώλων. Για το λόγο αυτό προσκάλεσε όλους τους αρχιερείς του Πατριαρχείου του να συγκεντρωθούν στην Αλεξάνδρεια και να προσευχηθούν όλοι μαζί, με σκοπό να κρημνίσει ο Θεός με θαύμα όλα τα είδωλα στην επαρχία του.
Πράγματι έγινε μια μεγαλειώδης συγκέντρωση απ’ όλους σχεδόν τους επισκόπους του Πατριαρχείου του και στην προσευχή που ακολούθησε, άκουσε ο Θεός την προσευχή τους και κατακρημνίστηκαν με θαυματουργικό τρόπο όλα τα είδωλα, εκτός από ένα μεγάλο στο κέντρο της Αλεξάνδρειας. Αυτό, παρά τις επανειλημμένες προσευχές και παρακλήσεις όλων, δεν έλεγε να πέσει. Αυτό στεναχώρησε πολύ τον Πατριάρχη και δεν μπορούσε να καταλάβει την αιτία που δεν έπεφτε.
Μια νύχτα, βλέπει στον ύπνο του ο Πατριάρχης άγγελο Κυρίου να του λέει:
– Μη λυπάσαι, που το είδωλο δεν έπεσε αλλά μένει στη θέση του. Αυτό είναι το θέλημα του Κυρίου, μέχρι να έρθει από την Κύπρο ο επίσκοπος Τριμυθούντος Σπυρίδων. Γι’ αυτό να τον προσκαλέσεις αμέσως.
Μόλις ξύπνησε το πρωί ο Πατριάρχης στέλνει αμέσως πλοίο και γράμμα στην Κύπρο να προσκαλέσει τον άγιο μας. Μέσα στο γράμμα του εξηγούσε και την αιτία που του ζητούσε να έρθει οπωσδήποτε στην Αλεξάνδρεια.
Ο άγιος Σπυρίδων υπάκουσε στην πατριαρχική εντολή και, παρά το μεγάλο της ηλικίας του, πήρε το πλοίο για να πάει στην Αλεξάνδρεια.
Μόλις έφθασε στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας και βγήκε από το καράβι, πήγε σε μια άκρη του λιμανιού και γονάτισε για να προσευχηθεί θερμά στον Κύριο. Δεν πρόλαβε να τελειώσει την προσευχή του και, αμέσως, κρημνίστηκε το μεγάλο είδωλο στο κέντρο της Αλεξάνδρειας. Έκανε τόσο θόρυβο, που όλη πόλη το πήρε είδηση.
Όταν είδε ο Πατριάρχης το είδωλο να πέφτει και να γίνεται σκόνη, κατάλαβε ότι είχε φθάσει ο άγιος Σπυρίδων. Γυρνά έπειτα στους επισκόπους και τους άλλους κληρικούς και λαϊκούς, που έτυχε να είναι εκείνη τη στιγμή κοντά του, και τους λέει:
– Να ξέρετε ότι έφτασε στην Αλεξάνδρεια ο επίσκοπος Τριμυθούντος Σπυρίδων, γι’ αυτό και το είδωλο κρημνίστηκε!
Τότε όλοι οι κληρικοί, μαζί με όλο το λαό, πήγαν στο λιμάνι να υποδεχτούν το θαυματουργό άγιο Δεσπότη.
Το θαύμα αυτό, καθώς και η παρουσία του αγίου μας στην μεγάλη και επιφανή πόλη της Αλεξάνδρειας, έφερε πάρα πολύ κόσμο κοντά στο Χριστό.
27. Η ΑΓΙΑΣΜΕΝΗ ΤΕΛΕΥΤΗ ΤΟΥ
Μετά την επιστροφή του από την Αλεξάνδρεια, ο άγιος μας νιώθει πως η ώρα που η ψυχή του θα πετάξει μέσα στην αγκαλιά του Θεού δεν είναι μακριά. Είναι ήδη 78 χρονών γεροντάκι.
Παρά την προχωρημένη ηλικία του, δεν έπαψε να τρέχει παντού, όπου θα μπορούσε να απαλύνει τον πόνο και τη δυστυχία. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τον έβρισκες να δουλεύει μαζί με τους εργάτες στα χωράφια, για να εξοικονομεί, με τον ιδρώτα του προσώπου του, τα απαραίτητα για τις πολυποίκιλες φιλανθρωπίες του.
Μια μέρα του θέρους, βρισκόταν ο άγιος μας στα χωράφια και θέριζε στάχια μαζί με άλλους εργάτες. Ξαφνικά, ενώ ήταν καλοκαιρία και ο ήλιος έκαιγε με τις ζεστές του αχτίνες τη γη, ένιωσε να πέφτουν στο κεφάλι του ψιχάλες δροσιάς σαν βροχή. Έβαλε το χέρι του στο κεφάλι του και έδειξε στους άλλους τις σταγόνες της δροσιάς. Αμέσως, όμως, δεύτερο θαύμα γίνεται. Φύτρωσαν εκείνη τη στιγμή στο κάτασπρο κεφάλι του τρίχες μαύρες και ξανθιές. Ο άγιος κατάλαβε το μήνυμα που του έστελνε ο Θεός και είπε στους άλλους:
– Να ξέρετε, ότι σε λίγη ώρα χωρίζεται η ψυχή μου από το σώμα και εγώ πηγαίνω κοντά σ’ Εκείνον που αγάπησε η καρδιά μου πιο πολύ από το κάθε τι. Ο βασιλιάς μου Χριστός θα τιμήσει με δόξα πολύ το θάνατό μου και πλήθος κόσμου θα καταφεύγει σε μένα για να βρίσκει γιατρειά στις αρρώστιες του και ανακούφιση στα προβλήματά του.
Αυτά τα προφητικά λόγια αλλά και πολλές άλλες πνευματικές συμβουλές έδωσε στους παρόντες ο άγιος μας και έφυγε για να προσευχηθεί για τελευταία φορά στην εκκλησία του, εκεί όπου τελούσε το μεγάλο μυστήριο της θείας Λειτουργίας.
Έπειτα, επέστρεψε στο μικρό ταπεινό του σπιτάκι, για να ετοιμαστεί η ψυχή του να συναντήσει από κοντά τον Σωτήρα Χριστό, που τόσο αγάπησε σ’ αυτή τη γη.
Εκεί, απλά και αθόρυβα, όπως απλή και ταπεινή ήταν όλη του η ζωή, άφησε στα χέρια του Θεού την αγιασμένη του ψυχή.
Ήταν 12 Δεκεμβρίου του έτους 348 μ.Χ.
Το αγιασμένο λείψανο του θάφτηκε στο ναό της Τριμυθούντος της Κύπρου, αγιάζοντας με αυτό τον τρόπο το χώμα της πατρίδας του, που το σκάλιζε, το πότιζε και το έβρεχε με τις αγιασμένες και θαυματουργές προσευχές του, μέχρι τα γεράματά του.
28. ΤΟ ΑΓΙΑΣΜΕΝΟ ΛΕΙΨΑΝΟ ΤΟΥ
Ο τάφος του πολύ σύντομα έγινε πηγή αστείρευτων ιαμάτων, απ’ όπου ανέβλυζε πλούσια η χάρις και η ευλογία.
Γι’ αυτό, κάθε χρόνο, την ημέρα της γιορτής του, αναρίθμητα πλήθη ανθρώπων περνούσαν από τον τάφο του για να προσευχηθούν και να ζητήσουν την πατρική του προστασία και βοήθεια. Και ο άγιος, κανέναν δεν άφηνε παραπονεμένο. Σ’ όλους όλο και κάτι χάριζε με τις θαυματουργές μεσιτείες του.
Για πολλά χρόνια, μέχρι τον 7ο αιώνα, έμεινε το λείψανό του μέσα στη γη, στην Κύπρο. Όταν όμως, με διαταγή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, μετανάστευσε ο περισσότερος Κυπριακός πληθυσμός στον Ελλήσποντο, κοντά στην Κωνσταντινούπολη, για να γλυτώσουν από τις επιδρομές των Αράβων που απειλούσαν με ολοκληρωτικό αφανισμό τους Κύπριους, τότε, μεταφέρθηκε και το λείψανο του αγίου μας για περισσότερη ασφάλεια στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν εξαλείφθηκε ο κίνδυνος από τους Άραβες, οι μεν Κύπριοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους, το λείψανο όμως του αγίου Σπυρίδωνα παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη, επειδή ο κόσμος είχε αγαπήσει πάρα πολύ τον θαυματουργό άγιο και είχε το λείψανό του σαν πηγή αγιασμού και ευλογίας.
Μετά την τραγική άλωση της Κωνσταντινούπολης, ένας ιερέας, ονόματι Γρηγόριος Πολύευκτος, έφερε κρυφά το αγιασμένο λείψανο πάνω σε ένα γαϊδουράκι, πρώτα στην Παραμυθιά, στην Ήπειρο και μετά το 1456 στο νησί της Κέρκυρας.
Οι Κερκυραίοι γρήγορα κατάλαβαν τι μεγάλο θησαυρό τους αξίωσε ο Θεός να αποκτήσουν. Το πλήθος των θαυμάτων που τελούσε καθημερινά ο άγιος μας, φανέρωνε τη μεγάλη δόξα και παρρησία που είχε στο Θεό. Αυτό ώθησε τον λαό να κτίσει με το υστέρημά του, προς τιμήν του αγίου Σπυρίδωνα, τον μεγαλόπρεπο Ναό που βλέπουμε να υπάρχει έως σήμερα.
Το άγιο λείψανό του είναι το ίδιο ένα θαύμα. Δεκαεπτά αιώνες έχουν περάσει από την οσιακή τελευτή του και το λείψανο του αγίου Σπυρίδωνα έχει μείνει άφθαρτο. Παραμένει δηλαδή μέχρι και σήμερα σώο, ακέραιο, μαλακό, εύκαμπτο, και όρθιο να ευωδιάζει και να χαρίζει σ’ όσους το ασπάζονται και ζητούν με πίστη τη βοήθεια του, κάθε ευλογία από τον δωροδότη Χριστό.
29. ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ
Μετά το θάνατό του ο άγιος Σπυρίδων δεν έπαψε να θαυματουργεί. Απεναντίας, πλήθος είναι τα θαύματα που έκανε και κάνει σ’ όλους εκείνους που με πίστη καταφεύγουν σ’ αυτόν και που, αν ήθελε κάποιος να τα απαριθμήσει, θα χρειαζόταν τόμους ολόκληρους. Εμείς, μέσα από τις λίγες σελίδες του μικρού αυτού βιβλίου, θα μνημονεύσουμε μονάχα ελάχιστα απ’ αυτά, προς δόξα του Τριαδικού Θεού.
30. ΚΡΑΤΑΕΙ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
Ένας ενάρετος και ελεήμων Χριστιανός, πνευματικό παιδί του αγίου Σπυρίδωνα, λίγο καιρό μετά το θάνατο του αγίου μας, πήγε να προσκυνήσει στον τάφο του και να πάρει την ευλογία του. Την ώρα που, δακρυσμένος ασπαζόταν τον τάφο του πνευματικού του πατέρα, ένα κύμα ευωδίας πλημμύρισε τον τόπο και μια απέραντη χαρά και γαλήνη κυρίευσε την ψυχή του.
Μετά απ’ αυτό, πήγε στην αγορά για να ψωνίσει διάφορα πράγματα, ρούχα και τρόφιμα, για να τα μοιράσει κατά τη συνήθειά του στους φτωχούς. Αφού τα φόρτωσε στα μουλάρια, ξεκίνησε για το χωριό του. Στον δρόμο, όμως, ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει πάρα πολύ και φαινόταν πως θα ερχόταν μεγάλη καταιγίδα. Τότε έκανε προσευχή στο Θεό και ζήτησε την βοήθεια του αγίου μας. Οπότε, ξαφνικά, κι ενώ μαύρα σύννεφα ήταν έτοιμα να αφήσουν την βροχή να πέσει άφθονη στη γη, γυρίζει το κεφάλι του ψηλά στον ουρανό και βλέπει τη μορφή του αγίου Σπυρίδωνα να συγκρατεί με τα δυο του χέρια τα σύννεφα, για να μη βρέξουν! Το θέαμα αυτό το έβλεπε συνεχώς, μέχρι που έφθασε στο σπίτι του και μπήκε μέσα. Τότε ξέσπασε μεγάλη θύελλα και έβρεχε ο ουρανός για τρεις ολόκληρες μέρες. Κατάλαβε τότε το θαύμα που του έκανε ο άγιος Σπυρίδων και δόξασε το Θεό.
31. ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΕΝΑΝ ΤΥΦΛΟ
Ένας έμπορας, μεγάλος και ξακουστός στο νησί της Κέρκυρας, τυφλώθηκε ξαφνικά από άγνωστη αιτία. Ξόδεψε σχεδόν όλη την περιουσία του στους διάφορους γιατρούς για να μπορέσει να ξαναβρεί το φως του. Κανείς, όμως, δεν μπόρεσε να τον θεραπεύσει.
Πάνω στην απελπισία του κατέφυγε τότε στο άγιο Σπυρίδωνα. Ήλθε στο αγιασμένο λείψανο του αγίου μας και, εκεί, με δάκρυα πολλά και πικρούς στεναγμούς, παρακάλεσε τον θαυματουργό άγιο να του δώσει το φως του. Εκεί που βρισκόταν γονατιστός και προσευχόταν, μέσα στο πηχτό σκοτάδι που ζούσε, εξαιτίας της τύφλωσής του, βλέπει μπροστά του έναν σεβάσμιο γέροντα να του χαμογελά και με τα δυο του χέρια να σταυρώνει τα δυο τυφλά μάτια του. Τότε αρχίζει και πάλι σιγά – σιγά να επανέρχεται η όρασή του, μέχρι που έβλεπε πεντακάθαρα τα πάντα, όπως ακριβώς πριν χάσει το φως του.
Το θαύμα αυτό προκάλεσε μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό σ’ όλο το νησί, που ευχαριστούσε το Θεό για το μεγάλο θησαυρό που τους χάρισε. Έκτοτε, η ανάμνηση του θαύματος αυτού γιορτάζεται πανηγυρικά στην Κέρκυρα στις 13 Ιουλίου.
32. ΠΕΦΤΟΥΝ ΑΠΟ ΨΗΛΑ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΣΚΟΤΩΘΟΥΝ
Κάποτε, ένας κεραυνός είχε πέσει πάνω στο ψηλό καμπαναριό του Ναού του αγίου Σπυρίδωνα, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πυρκαγιά. Κινδύνεψε τότε να καεί όλος ο Ναός.
Μερικοί φιλόθεοι χριστιανοί, αψηφώντας το μεγάλο κίνδυνο από το ύψος αλλά και από τις φωτιές ανέβηκαν στο ψηλό καμπαναριό για να τις σβήσουν.
Ενώ κατάφεραν τελικά να σβήσουν τη φωτιά και να σώσουν τον Ναό, οι ίδιοι έπεσαν καταγής από το ψηλό καμπαναριό. Περίμεναν όλοι πως σίγουρα θα είχαν σκοτωθεί και θα τους έβρισκαν κομματιασμένους.
Τι έκπληξη, όμως, τους περίμενε, όταν τους είδαν όλοι να είναι σώοι και αβλαβείς!
Άκουσαν από τους ίδιους πως, την ώρα που έπεφταν, ένα γεροντάκι που έμοιαζε στην εικόνα του αγίου Σπυρίδωνα, βρέθηκε ξαφνικά μπροστά τους και τους προστάτεψε. Κατάλαβαν ότι, για άλλη μια φορά, ο Άγιος μας είχε κάνει το θαύμα του και δόξασαν τον Θεό.
33. ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ
Ανάμεσα στις πολλές θεραπείες που κάνει, είναι και αυτές με τις οποίες ελευθερώνει από τα σκοτεινά δεσμά του σατανά πολλούς δαιμονισμένους.
Τα δαιμόνια όταν βρίσκονται κοντά στο αγιασμένο λείψανο του αγίου Σπυρίδωνα τρέμουν και φωνάζουν απελπιστικά, γιατί ξέρουν πως ο καιρός της δύναμής τους τέλειωσε. Η παρουσία του αγίου και οι θερμές μεσιτείες του στον Κύριο υπέρ των δυστυχισμένων δαιμονισμένων καίει τους δαίμονες και τους τρέπει σε φυγή.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν και μιας γυναίκας δαιμονισμένης, που την έφεραν οι συγγενείς της στον άγιο Σπυρίδωνα για να την θεραπεύσει.
Το θέαμα της γυναίκας αυτής ήταν αξιοθρήνητο. Παραμορφωμένο πρόσωπο, αφροί στο στόμα, τρίξιμο στα δόντια και άναρθρες κραυγές από διάφορα ζώα, μαρτυρούσαν τη μανιώδη παρουσία των δαιμόνων, που κυριαρχούσαν στο σώμα της δυστυχισμένης αυτής γυναίκας.
Την ώρα της λιτανείας, και ενώ είχαν ξαπλώσει κάτω τη δαιμονισμένη γυναίκα για να περάσει από πάνω της το χαριτόβρυτο λείψανο τρεις φορές, οι δαίμονες που μέχρι τότε κυριαρχούσαν μέσα της, άρχισαν να φεύγουν με φωνές και κλάματα, λες και κάποιος τους έδερνε και τους έκαιγε ταυτόχρονα. Η γυναίκα έπαψε να χτυπιέται, ημέρεψε το πρόσωπό της και μια γαλήνη απλώθηκε μέσα στην ψυχή της. Ο σατανάς είχε νικηθεί και η γυναίκα ελευθερώθηκε από τα δαιμονικά του δεσμά.
Όρθια πλέον και υγιής ευχαρίστησε μαζί με όλο τον κόσμο, που δακρυσμένος παρακολουθούσε το μεγάλο αυτό θαύμα, τον ευσπλαχνικό άγιο και δόξασε τον Θεό για τη μεγάλη ευεργεσία που της έκανε.
34. ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Από τη στιγμή που μεταφέρθηκε το αγιασμένο λείψανό του στην Κέρκυρα, έγινε ο άγιος Σπυρίδων ο ιατρός και βοηθός των Κερκυραίων. Πλήθος είναι τα θαύματα που γίνονται κάθε μέρα και που διηγούνται με θαυμασμό και αγάπη οι Κερκυραίοι. Αυτά, όμως, που έμειναν στη μνήμη όλου του νησιού και τον καθιέρωσαν ως προστάτη του νησιού, είναι κάποια θαύματα με τα οποία άλλες φορές λύτρωσε την Κέρκυρα από μολυσματικές αρρώστιες και άλλες φορές την έσωσε από μεγάλους εξωτερικούς κινδύνους. Μερικά απ’ αυτά είναι και τα εξής:
35. ΣΩΖΕΙ ΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ ΑΠΟ ΜΟΛΥΣΜΑΤΙΚΕΣ ΑΡΡΩΣΤΙΕΣ
Α) Το 1629 η φοβερή αρρώστια της Πανώλης που σκορπούσε το θάνατο και την ερήμωση στα νησιά του Ιονίου πελάγους και την Ιταλία, έφθασε και στην Κέρκυρα.
Κάποιος αγόρασε από ένα εμπορικό πλοίο και χάρισε στη γυναίκα του ξακουστού δικηγόρου Οδηγητριανού Σαραντάρη, δύο Τούρκικα μάλλινα μαντήλια, τα οποία, χωρίς βέβαια να το γνωρίζει, ήταν μολυσμένα με την τρομερή αυτή αρρώστια. Μολύνθηκε τότε όλο το σπίτι του και μαζί με τους φίλους και συγγενείς που ήρθαν να τους δουν, μολύνθηκαν και οι υπόλοιποι άνθρωποι. Η Πανώλη απλωνόταν με αστραπιαία ταχύτητα ανάμεσα στους Κερκυραίους, σκορπώντας το θάνατο παντού.
Τότε, κλήρος και λαός μαζί, κατέφυγαν όλοι στον θαυματουργό άγιο, όπου με προσευχές και παρακλήσεις ζητούσαν την βοήθειά του.
Μάλιστα, την ημέρα των Βαΐων του 1630, έγινε μεγάλη λιτανεία στο νησί με το αγιασμένο λείψανο του αγίου Σπυρίδωνα. Και, ω του θαύματος, από την ημέρα εκείνη σταμάτησε εντελώς ξαφνικά η εξάπλωση της φοβερής αρρώστιας σε όλο το νησί και έτσι σώθηκε η Κέρκυρα.
Β) Το 1855 η τρομερή μάστιγα της φοβερής αρρώστιας της «Χολέρας» σκορπούσε το θάνατο και την καταστροφή σ’ όλη την Ευρώπη. Εκατομμύρια άνθρωποι πέθαιναν καθημερινά σ’ όλη τη γηραιά Ήπειρο. Η Κέρκυρα δεν μπόρεσε να ξεφύγει κι αυτή από το μολυσματικό αγκάλιασμα της τρομερής αυτής αρρώστιας.
Ο φόβος και ο τρόμος είχε κυριεύσει όλους τους κατοίκους της. Η αρρώστια χτυπούσε κάθε μέρα όλα τα σπίτια του νησιού. Η απειλή του θανάτου ήταν ο καθημερινός εφιάλτης των ανθρώπων.
Οι Κερκυραίοι, με τα πρώτα θύματα της φοβερής αυτής αρρώστιας, έτρεξαν αμέσως, όπως και παλιά, στο θαυματουργό άγιο και ιατρό του νησιού, τον άγιο Σπυρίδωνα. Με προσευχές και παρακλήσεις ζήτησαν τη βοήθεια του.
Μετά από μεγάλη λιτανεία που έκαναν στο νησί με το αγιασμένο λείψανό του, η αρρώστια αμέσως υποχώρησε, και μετά από ένα μήνα, από τότε που έγινε η λιτανεία, στις 12 Δεκεμβρίου, η αρρώστια δεν υπήρχε πουθενά. Ο άγιος είχε κάνει πάλι το θαύμα του.
36. ΣΩΖΕΙ ΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ
Το 1716 ο τουρκικός στρατός, με χιλιάδες στρατιώτες και αρκετά καράβια, πολιόρκησε στενά από ξηρά και θάλασσα την Κέρκυρα.
Η πολιορκία κράτησε από τις 24 Ιουνίου μέχρι τις 11 Αυγούστου. Την άμυνα του νησιού διεύθυνε ο αντιναύαρχος του Ενετικού στόλου και διοικητής της Κέρκυρας, Ανδρέας Πιζάνης.
Όλος ο λαός πανικόβλητος από την καταστροφική μανία του εχθρού, έτρεξε για άλλη μια φορά στο θαυματουργό προστάτη του για να τον παρακαλέσει να μην τους εγκαταλείψει αλλά να επέμβει και να σώσει το νησί τους.
Πράγματι, ξημερώματα της 11ης Αυγούστου του 1716, ο άγιος Σπυρίδων παρουσιάζεται στο εχθρικό στρατόπεδο, κρατώντας στο δεξί του χέρι αστραφτερό ξίφος και τους απειλούσε πως, αν δεν φύγουν αμέσως από το νησί του, θα τους καταστρέψει.
Η αυστηρή μορφή του αγίου καθώς και τα απειλητικά λόγια του, έσπειραν φόβο και τρόμο στον τουρκικό στρατό, ο οποίος πανικόβλητος εγκατέλειψε τα πάντα και ετράπη σε φυγή. Πάνω στην βιασύνη τους άφησαν πίσω 120 κανόνια, αρκετό οπλισμό και πολλά πυρομαχικά.
Έτσι το επόμενο πρωί, αντί της τελικής επίθεσης που ετοίμαζαν οι εχθροί, επικρατούσε στο εχθρικό στρατόπεδο απόλυτη ησυχία και γαλήνη.
Μόλις μαθεύτηκε αυτό το θαύμα, της διάσωσης δηλαδή του νησιού χάρη στην θαυματουργική επέμβαση του αγίου, οι κάτοικοι του νησιού έστησαν ένα απέραντο πανηγύρι, για να δοξάσουν τον Θεό και τον θαυματουργό προστάτη τους άγιο Σπυρίδωνα.
Ως ευχαριστία για το μεγάλο αυτό θαύμα που έγινε στο νησί της Κέρκυρας, η Ενετική Δημοκρατία καθώς και ο διοικητής του νησιού Ανδρέας Πιζάνης, χάρισαν στον Άγιο από μια επτάφωτη αργυρή κανδήλα.
37. ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΠΑΡΑΛΥΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ
Το 1796 πήγε στην Κέρκυρα να προσκυνήσει τα άγια λείψανα του αγίου Σπυρίδωνα και να ζητήσει τη βοήθειά του, ένας Γερμανός απόμαχος στρατιώτης, του οποίου τα πόδια ήταν παράλυτα.
Με μεγάλη πίστη και θερμή προσευχή, παρακαλούσε με συγκινητικά λόγια και πολλά δάκρυα τον θαυματουργό άγιο να τον θεραπεύσει.
Ο άγιος άκουσε τις παρακλήσεις του και έκανε το θαύμα. Τα πόδια του ανέκτησαν τη χαμένη δύναμή τους και σε λίγο, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του κόσμου, πέταξε τις πατερίτσες που κρατούσε και περπάτησε ελεύθερα και εύκολα μέσα στο ναό.
Το θαύμα μεταδόθηκε γρήγορα παντού και οι καμπάνες των εκκλησιών διαλάλησαν παντού τη δόξα και τη χάρη του θαυματουργού αγίου.
* * *
Αυτός ήταν, αδελφοί μου, με λίγα λόγια ο θαυμαστός βίος του μεγάλου και θαυματουργού αγίου της Εκκλησίας μας, του αγίου Σπυρίδωνα. Λίγοι αξιώθηκαν σαν κι αυτόν να κάνουν, όσο ζούσαν, τόσα πολλά και μεγάλα θαύματα.
Είθε, με τις άγιες προσευχές του θαυματουργού αγίου μας, να μας αξιώσει ο Θεός της επουράνιας Βασιλείας Του. Αμήν.
__________________________________________________________________
(ΒΙΟΣ ΥΠΟ ΤΟΥ Π. ΕΛΠΙΔΙΟΥ ΒΑΓΙΑΝΑΚΗ, Εκδόσεις: ΦΩΣ ΧΡΙΣΤΟΥ)
__________________________________________________________________
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ἦχος α΄ Τοῦ λίθου σφραγισθέντος
Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων Πατὴρ ἡμῶν· διὸ νεκρᾷ σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες· καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργούντάς σοι Ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι· δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.