Το ερώτημα που απευθύνει ένας τελειόφοιτος του Πολυτεχνείου Κρήτης προς την κυβέρνηση δεν αφορά μόνο την προσωπική του υπόθεση. Αγγίζει τον πυρήνα της σύγχρονης εκπαιδευτικής πολιτικής: ποια συμπεριφορά θεωρείται τελικά «παραβατική» μέσα στο δημόσιο πανεπιστήμιο;
Η περίπτωση των φοιτητικών εστιών στα Χανιά αποκαλύπτει με τον πιο ωμό τρόπο τη σύγκρουση ανάμεσα στις εξαγγελίες περί εξορθολογισμού και στην καθημερινή πραγματικότητα των φοιτητών. Εκεί όπου η στέγη παύει να είναι κοινωνική παροχή και μετατρέπεται σε μοχλό πίεσης: έξωση, πειθαρχική δίωξη, ακαδημαϊκή ασφυξία.
Η επιστολή του Νίκου Μαράκη, τελειόφοιτου Ηλεκτρολόγου Μηχανικού και Μηχανικού Υπολογιστών, δεν είναι μια απλή καταγγελία. Είναι μαρτυρία ζωής. Περιγράφει πώς η στεγαστική κρίση, η ανάγκη για εργασία και οι άνισες κοινωνικές αφετηρίες συναντούν μια πολιτική που μετρά χρόνους και όχι ανθρώπους.
Από τη φοιτητική μέριμνα στο πειθαρχικό δίκαιο
Έξι φοιτητές απειλούνται με πειθαρχικές διαδικασίες όχι επειδή παραβίασαν κανόνες λειτουργίας ή προκάλεσαν φθορές, αλλά επειδή αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τις φοιτητικές εστίες. Κι αυτό ενώ:
-
παραμένουν κανονικά εγγεγραμμένοι,
-
δεν έχουν υπερβεί το όριο φοίτησης ν+3,
-
υπάρχουν διαθέσιμες, κενές κλίνες.
Το ερώτημα προκύπτει αβίαστα: πότε η διεκδίκηση στοιχειωδών φοιτητικών δικαιωμάτων μετατρέπεται σε πειθαρχικό παράπτωμα;
Η απάντηση φαίνεται να βρίσκεται σε μια βαθύτερη αλλαγή φιλοσοφίας. Το πανεπιστήμιο δεν λειτουργεί πλέον ως θεσμός στήριξης, αλλά ως μηχανισμός συμμόρφωσης. Όποιος δεν ανταποκρίνεται στο προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα, δεν ενισχύεται· απομακρύνεται.
Πίσω από τους αριθμούς, άνθρωποι
Ο Νίκος Μαράκης δεν είναι «αιώνιος φοιτητής». Είναι παιδί τρίτεκνης οικογένειας, απόφοιτος ΕΠΑΛ, εργαζόμενος κατά τη διάρκεια των σπουδών του, με μόλις επτά μαθήματα πριν από το δίπλωμα. Η πορεία του συμπυκνώνει την πραγματικότητα χιλιάδων φοιτητών που καλούνται να σπουδάσουν χωρίς οικονομικό δίχτυ ασφαλείας.
Στα Χανιά, όπου τα ενοίκια προσεγγίζουν ή ξεπερνούν τα 500 ευρώ, η απώλεια της εστίας δεν είναι απλή διοικητική απόφαση. Είναι πρακτικά αποκλεισμός από την εκπαιδευτική διαδικασία. Η στέρηση της στέγης οδηγεί στη στέρηση της φοίτησης.
Ένα μοτίβο αποκλεισμού
Αν συνδεθούν οι διαγραφές φοιτητών, οι εξώσεις από εστίες, οι πειθαρχικές απειλές και η προώθηση της «δεύτερης ευκαιρίας» μέσω ιδιωτικών δομών, σχηματίζεται μια ενιαία εικόνα: ένα σύστημα που δεν επενδύει στη συνέχιση των σπουδών, αλλά στην εκκαθάριση όσων καθυστερούν.
Η καθυστέρηση δεν αναγνωρίζεται ως αποτέλεσμα κοινωνικών συνθηκών. Χρεώνεται στο άτομο. Και όταν το άτομο αντιδρά, ενεργοποιείται ο μηχανισμός της τιμωρίας.
Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο:
-
δεν προλαβαίνεις; αποχωρείς.
-
δεν αντέχεις οικονομικά; προσαρμόζεσαι ή φεύγεις.
-
επιμένεις; διώκεσαι.
Η επιμονή ως πράξη αξιοπρέπειας
Κι όμως, μέσα σε αυτό το τοπίο, η επιστολή του φοιτητή δεν εκπέμπει παραίτηση. Εκπέμπει πίστη. Στη γνώση, στο δημόσιο πανεπιστήμιο, στη δυνατότητα να ολοκληρώσεις έναν αγώνα που ξεκίνησε με κόπο.
Ένα πανεπιστήμιο που ποινικοποιεί την επιμονή χάνει τον παιδαγωγικό του ρόλο. Και ένα κράτος που μετατρέπει τη φτώχεια και την ανάγκη για στέγη σε «παράβαση», δεν εξορθολογίζει το σύστημα – το απογυμνώνει από τον κοινωνικό του χαρακτήρα.
Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό:
αν η καθυστέρηση, η φτώχεια και η ανάγκη για στέγη θεωρούνται παραπτώματα, τότε ποιον τελικά υπηρετεί η εκπαιδευτική πολιτική;
Γιατί η παιδεία δεν είναι φίλτρο αποκλεισμού. Είναι υπόσχεση. Και αυτή η υπόσχεση συνεχίζει να ζητά δικαίωση.
