Η Καίτη Γκρέυ υπήρξε μια από τις σπουδαιότερες λαϊκές τραγουδίστριες της Ελλάδας, και η απώλεια της συνεχίζει να συγκινεί και να επηρεάζει τις καρδιές όλων μας. Τα τραγούδια της, γεμάτα συναίσθημα και πάθος, θα παραμείνουν ζωντανά στη μνήμη των φίλων της μουσικής.
Καίτη Γκρέυ: Τα πρώτα χρόνια της ζωής της και η μουσική καριέρα
Γεννημένη στο χωριό Μυτιληνιοί της Σάμου, η Καίτη Γκρέυ προερχόταν από μια οικογένεια με τρία αδέλφια. Το πραγματικό της όνομα ήταν Αθανασία Γκιζίλη, και είχε υιοθετηθεί από την οικογένεια Καλαϊτζή, γεγονός που διαμόρφωσε την πορεία της ζωής της.
Η Καίτη Γκρέυ κατάφερε να αναδειχθεί ως το πρώτο όνομα στα μεγαλύτερα μουσικά κέντρα της εποχής της, ενώ η φωνή της και η ερμηνεία της συνέβαλαν στο να γραμμοφωνήσει τα έργα όλων των σπουδαίων συνθετών της εποχής. Η καλλιτεχνική της κληρονομιά είναι πλούσια, και τα τραγούδια της θα συνεχίσουν να αγγίζουν τις καρδιές των ανθρώπων για πολλές γενιές ακόμα.
Ερμήνευσε τις πρώτες εκτελέσεις τραγουδιών συνθετών όπως: Μάρκος Βαμβακάρης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Βασίλης Τσιτσάνης, Γιώργος Μητσάκης, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Κώστας Βίρβος, Θόδωρος Δερβενιώτης, Μπάμπης Μπακάλης, Γιώργος Ζαμπέτας και Πάνος Τζαβέλλας.
Συνεργάστηκε με γνωστούς καλλιτέχνες όπως:
Ρόζα Εσκενάζυ, Στράτος Παγιουμτζής, Στέλιος Καζαντζίδης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Πόλυ Πάνου, Μαίρη Λίντα, Γιώτα Λύδια, Αντώνης Ρεπάνης, Στράτος Διονυσίου, Γιώργος Νταλάρας, Χάρις Αλεξίου, Δήμητρα Γαλάνη, Ελένη Βιτάλη, Άλκηστις Πρωτοψάλτη, Πάνος Γαβαλάς, Ρίτα Σακελλαρίου, Σπύρος Ζαγοραίος, Δήμητρα Γαλάνη, Εκείνος & Εκείνος, Χρήστος Δάντης, Στέφανος Κορκολής και Αντώνης Βαρδής.
Για ένα μεγάλο διάστημα βρέθηκε στα μεγαλύτερα κέντρα της Αμερικής, της Αυστραλίας, του Καναδά και της Γερμανίας γνωρίζοντας τον Έλβις Πρίσλεϊ, τον Τζίμι Χέντριξ, τη Ρίτα Χέιγουορθ, τη Μαρία Κάλλας, τον Σταύρο Νιάρχο και τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Στη δεκαετία του ΄60 ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη τραγουδίστρια έχοντας ημερομίσθιο που ξεπερνούσε ακόμα και τις 8.000 δραχμές.
Μερικά από τα γνωστότερα τραγούδια που ερμήνευσε είναι:
“Το μαράζι”
“Το βουνό”
“Πήρα την στράτα και έρχομαι”
“Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια”
“Άνοιξε άνοιξε”
“Καλέ μάνα δεν μπορώ”
“Θα κλάψω σήμερα”
“Μάγκικο τα δυο σου μάτια”
“Αγγελοκαμωμένη”
“Ποτέ τη μάνα μην πικραίνεις”
“Θέλω να είναι Κυριακή”
“Τα ξένα χέρια”
“Το πες και τό ‘κανες”
“Άναψε το τσιγάρο”
” Μια γυναίκα μόνο ξέρει”
“Βαθειά στη θάλασσα θα πέσω”
Μια ζωή γεμάτη έρωτα
Η Καίτη Γκρέυ είχε μια πλούσια προσωπική ζωή, γεμάτη έρωτες και οικογενειακές σχέσεις. Παντρεύτηκε δύο φορές, πρώτα με τον Νίκο Ηλιάδη, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά: τον Φίλιππο, που γεννήθηκε το 1947, και τον Βασίλη, ο οποίος έζησε από το 1950 έως το 2021. Ο δεύτερος γάμος της ήταν με τον χρυσοχόο Μιχάλη Παπαναστασόπουλο.
Πριν από τους γάμους της, η Καίτη Γκρέυ είχε ζήσει μεγάλους έρωτες που σημάδεψαν τη ζωή της. Ξεχωριστή θέση στην καρδιά της είχε ο Στέλιος Καζαντζίδης, με τον οποίο είχε μάλιστα αρραβωνιαστεί. Επίσης, είχε έντονη σχέση με τον Ανδρέα Μπάρκουλη, ο οποίος υπήρξε και αυτός μια σημαντική προσωπικότητα στη ζωή της.
Η γνωριμία, η σχέση και το αρραβώνας με τον Στέλιο Καζαντζίδη
«Πήγα με τον Μπιθικώτση και τον Ζαμπέτα στο Αιγάλεω, στον ”Κήπο του Αλλάχ”. Δούλεψα μαζί τους και θυμάμαι ότι ερχότανε ουρά ο κόσμος για να ακούσει αυτή που τραγουδάει το ”Βουνό”. Κι όταν με δείχνανε και λέγανε ”ότι αυτό το κοριτσάκι το τραγουδάει”; -δεν πιστεύανε ότι αυτό το κοριτσάκι που τότε δεν ήτανε ούτε σαράντα οκάδες, μπορούσε να’ χει αυτή τη φωνή με αυτή την έκταση τη μεγάλη. Τους φαινόταν πάρα πολύ περίεργο. Μετά, με άφησε ο Κλουβάτος, τον οποίο λάτρευα, να πάω μαζί του στο ”Ζέφυρο”, ένα πολύ καλό μαγαζί στο Νέο Ηράκλειο. Πήγα πράγματι μαζί του γιατί ο Γεράσιμος ήτανε ο καλύτερος μου φίλος και ο ωραιότερος συνθέτης κι ο ωραιότερος συνάδελφος πού γνώρισα.
Εδώ, στο ”Ζέφυρο” ,ήταν η μοίρα μου, η μοίρα του Καζαντζίδη, η ιστορία μου με τον Καζαντζίδη. Στο ”Ζέφυρο”, κάθε Σάββατο έβλεπα μια γριούλα να έρχεται και τον Κλουβάτο να κατεβαίνει να της δίνει λεφτά και να της μιλάει. Μια μέρα του λέω, ”Γεράσιμε, ποια είναι αυτή η γυναίκα που έρχεται και της δίνεις λεφτά και της μιλάς”; Μου λέει αυτή είναι η μάνα ενός καινούργιου τραγουδιστή που είναι φυλακή και είναι πάρα πολύ φτωχιά. Λέω,γιατί είναι φυλακή; Μου λέει,να τον ενοχοποίησε ένας λοχίας συνάδελφός του. Είχε μια γκόμενα ο Καζαντζίδης και του την πήρε ο λοχίας και για να τον ενοχοποιήσει του έβαλε στο τσεπάκι του χιτώνιου χασίσι και το βρήκαν και τώρα είναι υπόδικος, θα περάσει στρατοδικείο σε λίγες μέρες. Λέω σε ποια φυλακή είναι αυτός ο στρατιώτης; Μου λέει, στη Μακρόνησο.
Ζήτησα τότε από τον Κλουβάτο, αν μπορώ, να της δίνω κι εγώ κανένα κατοστάρικο να του πάρει κανένα πακέτο τσιγάρα. Μου λέει,γιατί δε μπορείς; Μπορείς. Πραγματικά,λοιπόν,γνωριστήκαμε με την κυρία Γεσθημανή, την έπειτα πεθερά μου, κι όποτε ερχόταν, κάθε Σάββατο που περνούσε από το το μαγαζί, κατέβαινα εγώ, της παράγγελνα και μια μπυρίτσα κι ένα μεζεδάκι και της έδινα και κανένα κατοστάρικο να…λέω,να πάρετε στο γιο σας δυο πακέτα τσιγάρα από μένα. Αυτή, λοιπόν, όταν πήγαινε στο Στέλιο, στη Μακρόνησο, του έλεγε , Στέλιο μου, άμα θα βγεις από τη φυλακή,θα σε πάω να γνωρίσεις αυτή την κοπέλα, που λέει το ”Βουνό”. Τι καλό κορίτσι και τι όμορφο και τι καλή ψυχή. Τι πονετικό κορίτσι που μόλις με δει ,με παίρνει να με κεράσει , να μου δώσει λεφτά να σου πάρω τσιγάρα.
Τον Στέλιο δεν τον ήξερα φατσικώς καθόλου. Ούτε και ακουστικώς. Τίποτα. Μια μέρα, λοιπόν, μου λέει ο Γεράσιμος: ”Καίτη, αύριο περνάει στρατοδικείο αυτό το παιδί που του στέλνουμε τσιγάρα. Πάμε”; Λέω, Γεράσιμε, εμένα μη μου λες να πάω σε τέτοια πράγματα, σε δικαστήρια και σε τέτοια,δεν πάω. ‘Οχι αγόρι μου,του λέω, άμα θες πήγαινε εσύ, εγώ δεν πάω. Πραγματικά,δεν πήγα. Ο Στέλιος ήτανε υπόδικος 4,5 μήνες. Δικάστηκε μου φαίνεται τέσσερις μήνες φυλακή. Οπότε βγήκε.
Ένα βράδυ, λοιπόν, που πήγα στο μαγαζί, με παίρνει απ΄το χέρι ο Γεράσιμος και μου λέει, έλα να σε γνωρίσω με το φανταράκι, που του στέλναμε τα τσιγάρα. Πραγματικά, με πήγε εκεί, σε ένα τραπεζάκι ήταν ο Στέλιος, με μία κοπέλα. Θυμάμαι και τ΄όνομά της, ”Ελένη”. Μου είπε, ευχαριστώ πολύ για τα τσιγάρα που μου στέλνατε κι αυτά. Συνεσταλμένο παιδί. Μάλιστα, κρύωνε κι η κοπέλα του και της έδωσα μία ζακέτα να ρίξει στην πλάτη της, γιατί ήτανε καλοκαίρι. Έξω δουλεύαμε. Ήταν Παρασκευή Βράδυ. Του ΄53.
Έφυγε, λοιπόν, ο Στέλιος, τον εβάλαμε και είπε δυο τραγούδια και το Σάββατο το βράδυ,την άλλη μέρα, ήρθε οικογενειακώς ο Στέλιος. Η μητέρα του, οι θείες του, όλοι μαζί. Πόντιοι αυτοί. Μιλάγανε και ποντιακά. Κάποια στιγμή, μου λέει ο Στέλιος, χορεύουμε ένα ταγκό; Γιατί βάζαμε τότε και ευρωπαϊκά, στα διαλείμματα, για να χορεύει ο κόσμος. Χορέψαμε,λοιπόν. Μου λέει, ”έχεις στο σπίτι τους δίσκους σου”; Λέω, πώς δεν τους έχω; Μου λέει,έχεις πικάπ. Λέω,πώς δεν έχω; Μου λέει, έρχεσαι αύριο το μεσημέρι σπίτι να φάμε μαζί και να φέρεις και το πικάπ με τους δίσκους σου να τους ακούσω; Λέω,Στέλιο,δε σου δίνω το λόγο μου, γιατί δεν ξυπνάω,είμαι υπναρού. Δεν ξυπνάω τα μεσημέρια πολλές φορές. Μου λέει,σε παρακαλώ. Αφού καθόμαστε στο τραπέζι και με παρακαλάει κι η μητέρα του και μου λέει έλα, κορίτσι μου, έχω υποχρέωση ”έλα να φάμε ένα μεσημέρι μαζί,” λέω. Αν το θεωρείτε υποχρέωση αυτό που έκανα, δεν έρχομαι. Μου λέει, όχι, θέλω πολύ να έρθεις στο σπίτι. Θέλω, σε παρακαλώ, έλα.
”Πραγματικά, την άλλη μέρα το μεσημέρι, εγώ ξύπνησα, έβαλα το πικάπ και τους δίσκους μέσα σε ένα ταξί, εγώ έμενα στο Νέο Ηράκλειο, ο Στέλιος έμενε στη Νέα Ιωνία, Αλαίας 33. Και πήγα στο σπίτι. Πραγματικά, ήταν οι θείοι του, οι θείες του, η μάνα του είχε ετοιμάσει ένα εκπληκτικό τραπέζι. Και την ώρα που τρώγαμε ,ερχόταν η μητέρα του και με αγκάλιαζε και μου έλεγε,εγώ εσένα θέλω να κάνω νυφούλα μου. Είσαι πολύ καλό παιδί. Και φυσικά,δε λέω ότι δεν ήταν κι ένα ωραίο παιδί ο Στέλιος, αλλά την πρώτη ιδέα για το δεσμό που δημιούργησα με το Στέλιο, μου την έδωσε η μητέρα του. Μ΄άρεσε και σαν άντρας ο Στέλιος, γιατί,λέω, ότι τότε δεν ήτανε ο Καζαντζίδης, αυτό το λέω γιατί εγώ τον αγάπησα σαν Στέλιο, τον Καζαντζίδη, γιατί ήτανε ωραίο παιδί κι είχε και ωραία ψυχή. Είχε μόνο ένα ελάττωμα. Το έχουν όλα τα παιδιά, αλλά αυτός το είχε παραπάνω, απ΄ότι έπρεπε. Αγαπούσε πολύ τη μητέρα του. Κι εγώ είμαι μάνα κι εγώ αγαπώ τα παιδιά μου κι αυτά με αγαπάνε. Δεν τα εμπόδισα όμως ποτές στην ευτυχία τους. Πήρανε αυτές που θέλανε. Δεν τους είπα να μην τις πάρουνε, ας ήτανε φτωχές, ας ήτανε οτιδήποτε. Τ΄άφησα και φτιάξανε τη ζωή τους, όπως τη θέλανε αυτά. Εκείνη όμως επηρέαζε πάρα πολύ το Στέλιο κι αυτό ίσως κατέστρεψε και μένα κι εκείνον”
Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία της
Η γνωριμία και ο έρωτας με τον Ανδρέα Μπάρκουλη, όπως η ίδια έχει περιγράψει
«Την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε με τον Μπάρκουλη, με έκλεψε… Ήταν το 1959. Δουλεύαμε και οι δύο στη Θεσσαλονίκη. Μια μέρα ήρθε ο ηθοποιός Κώστας Κακαβάς στο ξενοδοχείο όπου μέναμε και με ρώτησε αν είχα δεσμό με τον Μπάρκουλη. Εγώ αρνήθηκα και θυμωμένη τον ρώτησα ποιος του το είπε αυτό. Κι εκείνος μού απάντησε: ”Ο Μπάρκουλης”. ”Να πας να του πεις ότι δεν είναι άντρας” φώναξα έξαλλη», λέει η Καίτη Γκρέυ.
«Το επόμενο βράδυ ήμουν στο μαγαζί όπου τραγουδούσα, με πλησίασε ένας σερβιτόρος και μου είπε πως απέξω με περιμένει ο Μπάρκουλης. Πήγα. Στάθηκα έξω απ’ το παράθυρο του ακριβού σπορ αυτοκινήτου του και τον ρώτησα γιατί λέει αυτά τα ψέματα για μας τους δυο. Εκείνος ευγενικά και πάντα μιλώντας μου στον πληθυντικό, μου ζήτησε να μπω μέσα στο αυτοκίνητο για να μιλήσουμε ήρεμα αφού γύρω γύρω υπήρχε κόσμος και μας άκουγε.
Όταν μπήκα, έβαλε μπρος τη μηχανή κι έφυγε. Τρόμαξα. Πάνω στο παρμπρίζ είχε μια σοκολάτα. Με το ένα χέρι οδηγούσε και με το άλλο με τάιζε σοκολάτα. Με πήγε σε μια ερημιά και εκεί μου εξομολογήθηκε, για πρώτη φορά, πως ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί μου. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Όταν λίγες μέρες μετά έφυγα για την Αθήνα, με έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνο και μου έλεγε πως με ήθελε συνέχεια κοντά του. Λίγο καιρό αργότερα μου είπε πως θα έρθει να με ζητήσει από τη μάνα μου. Και το έκανε. ”Αμα σε θέλει η κόρη μου, κι εγώ σε θέλω” του απάντησε εκείνη και έτσι αρραβωνιαστήκαμε».
Δύο χρόνια έμειναν μαζί. Ο Μπάρκουλης είχε αναπτύξει μια εξαιρετική σχέση με τα παιδιά της Καίτης Γκρέυ κι εκείνα του έδειχναν μεγάλη αδυναμία: «Μέχρι σινεμά τούς είχε φέρει στο σπίτι για να βλέπουν ταινίες, επειδή τότε δεν είχαμε τηλεόραση. Τα έπαιρνε με το αυτοκίνητο, τα πήγαινε για παιχνίδι και για σουβλάκια» θυμάται η ίδια. Παρ’ όλα αυτά, με τον καιρό οι καβγάδες τους για θέματα της καθημερινότητας άρχισαν να γίνονται όλο και πιο έντονοι. Μέχρι που ένα βράδυ η Καίτη Γκρέυ του ζήτησε να φύγει οριστικά.