Όταν οι συγγενείς της 75χρονης προσέλαβαν την Ελληνίδα οικιακή βοηθό για να την προσέχει δεν φανταζόντουσαν την εφιαλτική συνέχεια. Ότι δηλαδή θα την έπνιγε γιατί δεν την άφηνε, όπως είπε, να κοιμηθεί.
Η 45χρονη, όμως, όταν συνελήφθη από τους αστυνομικούς ισχυρίστηκε ότι έχει σκοτώσει και άλλους ηλικιωμένους -τρεις στον αριθμό- με τις Αρχές να ερευνούν αν βρίσκονται μπροστά σε κατά συρροή δολοφόνο. Οι άλλες τρεις δολοφονίες δεν έχουν αποδειχθεί.
«Προσπαθούσε να σωθεί»
«Η κατηγορουμένη, ενοχλημένη από τις συνεχείς οχλήσεις της ηλικιωμένης, η οποία «μουρμούριζε» όλο το βράδυ και δεν την άφηνε να κοιμηθεί, εβρισκόμενη σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και εκμεταλλευόμενη τις υπέρτερες σωματικές της δυνάμεις, έφραξε, αρχικά με την παλάμη του χεριού της τη στοματική και ρινική κοιλότητα της 75χρονης, η οποία ούσα ξύπνια βρισκόταν στο κρεβάτι της. Η ένταση του δόλου της ήτο τόσο μεγάλη, ώστε εν συνεχεία έφραξε τη στοματική και ρινική κοιλότητα της, η οποία προσπαθούσε να αντιδράσει κουνώντας τα χέρια της, με τη χρήση μαξιλαριού, με συνέπεια να προκαλέσει τον ασφυκτικό θάνατό της. Από την ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής, μάλιστα, διαπιστώνονται “περγαμηνοειδείς εκδορές διαφόρων σχημάτων στις πλάγιες επιφάνειες και στην κορυφή της ρινός, παραρινικά, στο άνω χείλος και στον πώγωνα, εξ ονύχων γενόμενες περιθανατίως”, ενδεικτικό της πάλης που υπήρξε μεταξύ της θανούσας και της κατηγορούμενης και στην προσπάθεια της τελευταίας να αντισταθεί.
Αμέσως μετά της πράξη της αυτή, η κατηγορουμένη κάλεσε την αστυνομία αναφέροντας ότι είχε αφαιρέσει τη ζωή της Φλώρας Καζέλλη και μάλιστα χαρακτηριστικά αναφέροντας και τον τρόπο: “έπνιξα τη Φλώρα”. Μετά ταύτα αστυνομικές δυνάμεις μετέβησαν στο σημείο, όπου βρήκαν την κατηγορουμένη, η οποία τους ομολόγησε την πράξη της. Εν συνεχεία εισήλθαν εντός της προαναφερόμενης οικίας, όπου ανευρέθηκε η ηλικιωμένη σε ύπτια θέση φέροντας αμυχές στην ρινική και πέριξ της στοματικής κοιλότητας περιοχή, έγιναν προσπάθειες να την κρατήσουν στη ζωή, πλην, όμως αυτή μετά από λίγο απεβίωσε».
Στην απολογία της η οικιακή βοηθός ανέφερε:
«Το πρωί, επειδή δεν άντεχα το μουρμουρητό και επειδή είχα κόψει τα φάρμακα, έβαλα το χέρι μου στη μύτη της και το στόμα της. Αυτό δεν το έκανα γιατί είχα κακία απέναντι της, το έκανα γιατί έκοψα τα φάρμακα».
Η κατηγορουμένη, όπως ισχυρίστηκε, άρχισε να βλέπει σκιές να περιφέρονται στον χώρο, ενώ παράλληλα άκουγε και φωνές, οι οποίες τις υποδείκνυαν να λυτρώσει την ηλικιωμένη.
Η εισαγγελέας αναφέρει: «Η κατηγορουμένη και ήθελε και γνώριζε την άδικη πράξη την οποία τέλεσε, όπως και η ίδια ομολόγησε, ανεξαρτήτως των παραγωγικών αιτίων της βούλησής της».
Η κατηγορούμενη έδρασε με ανθρωποκτόνο δόλο, αναφέρει η εισαγγελέας, που προτείνει να δικαστεί στο αρμόδιο δικαστήριο.