Με μοναδικό επιχείρημα τη φωνή της, ακύρωσε την άποψη των πολλών που ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχουν καλοί τραγουδιστές, αλλά μόνον καλά τραγούδια.
Σε πρόσφατη συνέντευξή της η Λίτσα Διαμάντη μίλησε για την πορεία της στο τραγούδι και τα στεγανά για τους λαικούς τραγουδιστές.
Η Λίτσα Διαμάντη, αντιμετωπίζοντας με μια κάποια αψηφισιά το «βιογραφικό» της δεν βγήκε τελικά χαμένη. Καλδάρας, Σπανός, Κατσαρός Μητσάκης, Πάνου, Μαρκέας, Νικολόπουλος, Παπαδημητρίου, Κραουνάκης συνεργάστηκαν μαζί της, ενώ μοιράστηκε το ίδιο μικρόφωνο με τα μεγαλύτερα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού από τον Βοσκόπουλο μέχρι τον Καζαντζίδη. Έχει φάει με το κουτάλι τις μεγάλες πίστες, κάθε φορά όμως που επιστρέφει στην Καισαριανή, στο στέκι του Τσιτσάνη, νιώθει ότι δίνει εξετάσεις. «Το “Χάραμα” έχει μια περίεργη αύρα», μας λέει.
«Από τις πρόβες αισθανόμουν ότι τρίζουν τα ντουβάρια. Ο κόσμος έρχεται εδώ για να τραγουδήσει μαζί μας. Νομίζεις ότι τραγουδάς με μια χορωδία τρακοσίων ατόμων».
Λένε όσοι σας αγαπούν και σας ξεχωρίζουν ότι δεν προσέξατε το ρεπερτόριό σας.
Ναι, γιατί έπρεπε να εξυπηρετώ το γρήγορο και το εύκολο σουξέ. Εκείνη την εποχή αυτό είχαν ανάγκη τα μαγαζιά. Είχα πει τότε το «Εμείς οι δυο πάμε πακέτο» ή το «Δεν παντρεύομαι» του Καρβέλα και ο δίσκος πούλησε εκατό
χιλιάδες. Εάν πήγαινα από τότε σε μουσικές σκηνές ή αν έκανα σαρανταήμερα σε μικρούς χώρους, νομίζω ότι το ρεπερτόριό μου θα ήταν εντελώς διαφορετικό.
Σε αντίθεση με πολλές συναδέλφους σας, αντισταθήκατε στο γκλάμορους λουκ. Αυτό που λέμε «ρούχα πίστας».
Δεν μ’ αρέσει να κρεμάω διάφορα, ούτε στο σπίτι μου ούτε στο αυτοκίνητό μου. Δεν μ’ αρέσει το φορτωμένο ντύσιμο ούτε τα κοσμήματα. Είναι θέμα χαρακτήρα. Μου αρέσει το φίνο και το απλό. Πήγαινα Λονδίνο, Παρίσι, Μιλάνο, Φλωρεντία και Ρώμη και διάλεγα τα ρούχα μου ένα κι ένα. Άμα μου έδειχναν κανένα κομμάτι
παραφορτωμένο ήταν σαν να έδειχναν κόκκινο χρώμα σε ταύρο.
Υπάρχει κάτι που επιθυμήσατε και δεν σας το έφερε η ζωή;
Το όνειρό μου ήταν να πω κάτι από τον Μάνο Χατζιδάκι – έστω ένα ρεφρέν δικό του. Όταν ήμουν μικρή είχα πει το «Χάρτινο το φεγγαράκι» με συνοδεία ενός πιάνου. Κάποτε, περιμένοντας στο αεροδρόμιο, τον είχα δει και μου είπε – να είναι καλά εκεί που είναι – «Εσύ είσαι πολύ ωγαία τγαγουδίστγια και θα σου δώσω δύο τγαγούδια μου». Μετά χάθηκε. Αλλά ήταν ωραία στιγμή.
Μόνον ελληνική μουσική;
Εκείνο που με επηρεάζει και «μιλάει» πολύ μέσα μου χωρίς να ξέρω γιατί, είναι τα τραγούδια των Ισπανών τσιγγάνων. Όταν τους ακούω να τραγουδάνε μ’ αυτό το παράπονο κι αυτές τις κραυγές… και ρουζ να φοράω γίνομαι άσπρη! Πήγα ειδικά στην Ισπανία για να ακούσω αυθεντικό φλαμένκο και έπαθα σοκ. Ήταν παιδικό μου
όνειρο να το ακούσω επί τόπου. Ακούω όμως και μοντέρνα. Μην ξεχνάτε ότι είχα δύο ντισκοτέκ, μία στη Μύκονο και μία στο Κολωνάκι. Δηλαδή, κατά βάθος ήμουν και ροκού. Το πρωί όταν κάνω γυμναστική ακούω μόνον κλασική. Έχω όλη τη δισκογραφία του Σεγκόβια.
Μπορείτε να φανταστείτε τη ζωή σας χωρίς τραγούδι;
Όχι. Αν όμως ξαναγεννιόμουν, θα ήθελα να γίνω χορεύτρια. Έχω παρακολουθήσει όλες τις παραστάσεις που έχει κάνει στην Ελλάδα η Σιλβί Γκιλέμ στο Ηρώδειο και το Μέγαρο. Ταξίδεψα ειδικά στην Αμερική για τον Νουρέγιεφ. Μου αρέσει πολύ ο χορός. Ενώνει την ψυχή με το κορμί.
Κυρία Διαμάντη, γερνάει η φωνή;
Ο τραγουδιστής είναι σαν τον αθλητή. Αν πάψει να ασκείται, καταστρέφεται. Εγώ γυμνάζομαι πάνω από είκοσι πέντε χρόνια. Τρεις φορές την εβδομάδα κάνω πέντε χιλιόμετρα περπάτημα. Βάζω βαράκια στα πόδια μου και ανεβαίνω στον έκτο. Έτσι κάνω και με τη φωνή μου. Ποτέ δεν σταμάτησα να παίρνω μαθήματα ορθοφωνίας και
φωνητικής.
«Πλήγιαζαν οι ώμοι μου από το ακορντεόν»
Ξεκίνησε οκτώ χρόνων, με ένα ακορντεόν και την ενθάρρυνση της μητέρας της. «Τραγουδούσε πολύ ωραία, θα γινόταν καλή ηθοποιός – κάτι σαν τη Ρένα Βλαχοπούλου. Όταν κατάλαβε ότι έχω φωνή είπε “το παιδί μου εγώ δεν θα το αδικήσω”. Έτσι βγήκα στο θέατρο με σοσόνια. Τραγουδούσα δύο τραγουδάκια και μ’ έλεγαν “το παιδί-θαύμα”. Έπαιζα και σε μια ορχήστρα δημοτικής μουσικής. Πλήγιαζαν οι ώμοι μου από τις τιράντες του ακορντεόν και μου έβαζαν σουλφαμιδόσκονη. Είχαμε μια σπουδαία τραγουδίστρια, την Καλμάνη. Σε ένα πανηγύρι στη Θήβα είπε ένα τραγούδι επιτραπέζιο, το “Με γέλασαν μια χαραυγή” και, παρότι ήμουν δεκατριών χρόνων, ένιωσα σαν να άκουγα δέκα αηδόνια μαζί».
Και η δισκογραφία πώς προέκυψε;
Με πήγαν στην Οντεόν – τη σημερινή Μίνως ΕΜΙ – οι άνθρωποι της ορχήστρας. Ήταν ακόμη ο πατέρας ο Μάτσας και τις ακροάσεις έκανε ο συχωρεμένος ο Περιστέρης. Τότε ένας μπουζουκτσής που πήγαινε για το στούντιο με άκουσε και είπε «αυτή είναι φωνή-διαμάντι!». Έτσι, από Λίτσα Κοσμίδου έγινα Λίτσα Διαμάντη.