Σφοδρές αντιδράσεις προκαλεί η απόφαση της διοίκησης των Ελληνικών Ταχυδρομείων να βάλει «λουκέτο» σε περίπου 230 καταστήματα πανελλαδικά, στο πλαίσιο του σχεδίου «εξορθολογισμού» του δικτύου της.
Το κύμα αντιδράσεων δεν περιορίζεται μόνο στην αντιπολίτευση, αλλά επεκτείνεται και εντός της Νέας Δημοκρατίας, ενώ πλήθος συλλογικών φορέων, δήμων και κατοίκων μικρών πόλεων εκφράζουν την αγανάκτηση τους για μια απόφαση που ερμηνεύεται ως οριστική εγκατάλειψη της περιφέρειας.
Η διοίκηση των ΕΛΤΑ επικαλείται το υψηλό λειτουργικό κόστος και την χαμηλή εμπορική δραστηριότητα των συγκεκριμένων σημείων, με τα έσοδά τους να καλύπτουν μόλις το 10% του κόστους. Υποστηρίζει ότι η εξυπηρέτηση των πολιτών δεν θα πληγεί, καθώς το κενό θα καλυφθεί από δίκτυο 1.400 ταχυδρόμων, 500 συνεργατών και 400 πρακτόρων courier.
Ωστόσο, η επιχειρηματολογία αυτή αντιμετωπίζεται με έντονο σκεπτικισμό, καθώς δεν υπάρχουν διασφαλίσεις ότι οι νέες μορφές εξυπηρέτησης θα καλύψουν τις ανάγκες των πολιτών στις απομακρυσμένες περιοχές, όπου οι ταχυδρομικές υπηρεσίες αποτελούν ακόμη θεμέλιο κοινωνικής λειτουργίας.
Από την πλευρά των τοπικών κοινωνιών, η απόφαση θεωρείται χτύπημα στην κοινωνική συνοχή και στην παρουσία του κράτους στην ύπαιθρο. Δήμοι και περιφέρειες καταγγέλλουν ότι ενημερώθηκαν αιφνιδιαστικά, χωρίς προηγούμενη διαβούλευση, και ζητούν την άμεση αναστολή ή ανάκληση του σχεδίου, μέχρι να εξασφαλιστούν επαρκείς εναλλακτικοί μηχανισμοί εξυπηρέτησης.
Οι κάτοικοι κάνουν λόγο για την «εγκατάλειψη των ακριτικών περιοχών» και υπογραμμίζουν ότι τα ΕΛΤΑ υπήρξαν για δεκαετίες ο μοναδικός θεσμός με φυσική παρουσία του Δημοσίου σε νησιωτικές και ορεινές κοινότητες.
Η κυβέρνηση, που προβάλλει τον «εκσυγχρονισμό» ως άλλοθι, δέχεται σφοδρή πολιτική πίεση να απαντήσει στο ερώτημα αν η αναδιάρθρωση ενός δημόσιου οργανισμού πρέπει να σημαίνει απαξίωση της κοινωνικής του αποστολής.
