Ο θαυματουργός πολιούχος και προστάτης της Ζακύνθου και της Αιγίνης
Ανάμεσα στις φωτισμένες και αγιασμένες μορφές, που στολίζουν την Ορθόδοξη Εκκλησία και αποτελούν τους πνευματικούς οδοδείκτες στην υλιστική κοινωνία του 21ου αιώνα, είναι και ο Άγιος Διονύσιος, ο θαυματουργός πολιούχος και προστάτης άγιος του μυροβόλου νησιού της Ζακύνθου, αλλά και του ευλογημένου νησιού της Αίγινας, ο οποίος με την ολοζώντανη και ακοίμητη παρουσία του είναι ο θερμός συμπαραστάτης κάθε πονεμένης και ταλαιπωρημένης ψυχής.
Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1547 και ήταν γόνος της ευγενούς και αρχοντικής οικογένειας των Σιγούρων, η οποία καταγόταν από Νορμανδούς σταυροφόρους ιππότες. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Γραδενίγος ή Δραγανίγος Σιγούρος και η οικονομική ευμάρεια της αριστοκρατικής του οικογένειας του έδωσε την ευκαιρία να αποκτήσει αξιόλογη και πολύπλευρη μόρφωση.
Το 1577 αναχωρεί από τη Ζάκυνθο για να επισκεφθεί τα Ιεροσόλυμα. Στο ταξίδι του αυτό περνά από την Αθήνα και επισκέπτεται τον Μητροπολίτη Αθηνών Νικάνορα, ο οποίος τον παρακινεί να χειροτονηθεί επίσκοπος και να αναλάβει την επί 40 έτη χηρεύουσα Αρχιεπισκοπή της Αίγινας. Ο Δανιήλ αρνείται την πρόταση, αλλά μετά από πίεση χειροτονείται επίσκοπος Αιγίνης λαμβάνοντας το όνομα Διονύσιος προς τιμήν του πολιούχου των Αθηνών Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Στην Αίγινα ο Άγιος αναδεικνύεται φιλόστοργος ποιμένας των κατοίκων της επαρχίας του, προσφέροντας σε όλους ως λύχνος Χριστού την πνευματική του καθοδήγηση. Ο ταπεινός όμως ιεράρχης νοσταλγεί την κατά Θεόν ησυχία και άσκηση. Γι’ αυτό και το 1578 παραιτείται από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αίγινας και επιστρέφει στη Ζάκυνθο και στο μοναστήρι της Παναγίας Αναφωνήτριας. Εκεί διορίζεται από τον Πατριάρχη Ιερεμία Β’ χωρεπίσκοπος και πρόεδρος της Ζακύνθου. Στο νησί αναπτύσσει αφιλοκερδώς πλούσια ποιμαντική δραστηριότητα, η οποία όμως ενοχλεί τον αρχιεπίσκοπο Κεφαλληνίας και Ζακύνθου Φιλόθεο Λοβέρδο. Τότε ο Άγιος αποφασίζει να αποτραβηχτεί στο μοναστήρι του, προτιμώντας την ησυχία και την προσευχή. Έτσι αποφεύγει με αυτό τον τρόπο την αντιπαράθεση με τον Φιλόθεο και τη διατάραξη της ειρήνης μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας.
Το 1581 βάζει ανεπιτυχώς υποψηφιότητα για τον θρόνο της Αρχιεπισκοπής Ζακύνθου και Κεφαλληνίας και το 1583 εκλέγεται εφημέριος στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου του Μώλου. Όμως ο πόθος του για ησυχία και άσκηση τον οδηγεί και πάλι στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας, όπου θα παραμείνει τα τελευταία χρόνια της ζωής του μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου του 1622, ημέρα κατά την οποία ο Άγιος καταβεβλημένος από τα γηρατειά και τις ασθένειες, εγκατέλειψε την επίγεια ζωή. Την επόμενη ημέρα το λείψανο του Αγίου μεταφέρθηκε στο μοναστήρι των Στροφάδων και λίγα χρόνια αργότερα κατά την ανακομιδή βρέθηκε ακέραιο και ευωδιάζον. Το 1645 το λείψανο του Αγίου μεταφέρθηκε στη Ζάκυνθο εξαιτίας του βενετοτουρκικού πολέμου, αλλά αργότερα θα επιστρέψει και πάλι στις Στροφάδες. Το 1703 ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Γαβριήλ διεκήρυξε με επίσημη πατριαρχική και συνοδική πράξη την αγιότητα του Αγίου και ορίστηκε η 17η Δεκεμβρίου ως η ημέρα εορτασμού της μνήμης του. Το 1717 πειρατές λεηλάτησαν τη μονή των Στροφάδων και οι διασωθέντες μοναχοί πήραν το λείψανο και το μετέφεραν στις 24 Αυγούστου του 1717 στη Ζάκυνθο, ημέρα του κατ’ έτος πανηγυρικού εορτασμού της ανακομιδής του ιερού λειψάνου.![]() |
| Φορητή εικόνα του Αγίου Διονυσίου στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Εξωχώρας Ζακύνθου. Έργο ιερέως Πέτρου Βόσσου, 1786 |
![]() |
| Φορητή εικόνα του Αγίου Διονυσίου στον Ιερό Ναό Αγίας Ειρήνης οδού Αιόλου Αθηνών. |








